Όταν κοιτάς από ψηλά τα λημέρια σου τα ποδηλατικά!


Στο Παναιτωλικό Όρος με τον Αθηναϊκό Ορειβατικό

Κείμενο: Έφη Τριανταφυλλίδου

Φωτογραφίες: Λάμπρος Γκαβογιάννης

Στο μπαλκόνι του καταφυγίου στη θέση «Διασελάκι», πάνω από το χωριό Περιστέρι, ένα ελαφρύ τρέμολο του ανέμου ξεκουνούσε μικρά και μικρούτσικα φυλλαράκια βελανιδιάς που είχαν κουρνιάσει στις σχισμές των ξύλινων πάγκων. Ηρωικοί και μόνοι τις περισσότερες ημέρες του χρόνου, ζουν για τη ζεστασιά του περαστικού επισκέπτη που θα ξαποστάσει για λίγο πριν πάρει το δρόμο για την κορφή. Μία γλυκιά θαμπή απόχρωση του γκρι που αναδυόταν από τη λίμνη έφτανε πέρα για πέρα ως τις αχνές κορφές του Παναχαϊκού στην αντίπερα όχθη, ώσπου ήρθε η ώρα να δύσει ο ήλιος και της χάρισε για κάμποση ώρα λίγο από χρώμα της ζωής.

Πρώτη μου φορά βρέθηκα μέσα στο Παναιτωλικό με τον Αθηναϊκό Ορειβατικό Σύλλογο. Δυο-τρία χρόνια τώρα γυρόφερνα τον ορεινό του όγκο σε ποδηλατικές διαδρομές, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας και της νύχτας, ποτέ όμως δεν είχα κοιμηθεί μαζί του με μαγιάτικη πανσέληνο. Ολονυχτίς λαμπύριζαν οι κορφές των ελάτων, καθώς τους τάραζε ο άνεμος τον ύπνο, και ύστερα, λίγο πριν χαράξει η μέρα, σκοτείνιασε ο τόπος βαθιά.

Φτάσαμε φορτωμένοι νωρίς το απόγευμα στο καταφύγιο με τα πόδια από το χωριό Περιστέρι, μένοντας για λίγο πάνω στο δασικό δρόμο και ύστερα μέσα από μονοπάτι. Μας καλωσόρισαν με θέρμη μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Αγρινίου που είχαν φροντίσει και να ανάψουν το μεγάλο τζάκι του υπέροχου καθιστικού. Δεν χορταίναμε να πηγαινορχόμαστε από τα δωμάτια του επάνω ορόφου και του ισογείου, στο καθιστικό και την κουζίνα, εξερευνώντας σαν μικρά παιδιά το θεόρατο ξύλινο σπίτι από στρογγυλούς κορμούς ελατόπευκου Φιλανδίας, που λειτουργεί υπό τη φροντίδα του ΕΟΣ Αγρινίου.

Οι «chefs και sous-chefs» του Αθηναϊκού, με τις προμήθειες που αγοράσαμε από τον κάμπο και κουβαλήσαμε ως επάνω, ετοίμαζαν το βραδινό που περιλάμβανε και ντόπιες λιχουδιές στα κάρβουνα, λουκάνικα για κρεατοφάγους και μανιτάρια για βετζετέριαν, ενώ οι υπόλοιποι χαζεύαμε αχόρταγα τη θέα από το κιόσκι του καταφυγίου, από τα βουνά της Πελοποννήσου μέχρι της Ν.Α. Ηπείρου, τον Πατραϊκό Κόλπο και το Ιόνιο Πέλαγος, τις λίμνες Τριχωνίδα, Λυσιμαχία και Οζερό, τις τεχνητές λίμνες από τα φράγματα στον ποταμό Αχελώο και τα Ακαρνανικά όρη και τα όρη Βάλτου. Κάποιοι ανέβηκαν και ως την κορφή Κόκα και ήταν πιο έτοιμοι για την εξόρμηση της επόμενης ημέρας.

Ευτυχώς δεν ήμουν μία από αυτούς γιατί μπορεί να μην είχα ποτέ δοκιμάσει τις αναβάσεις της επόμενης ημέρας αν ήξερα τι με περίμενε. Κι έτσι χάζεψα για ώρα τις φουρκέτες του δρόμου που σε ανεβάζει από την Τριχωνίδα στο Πετροχώρι, που πριν τρία χρόνια, σιγοτραγουδώντας το αργό μέρος από το κοντσέρτο για μαντολίνο του Βιβάλντι, είχα ανέβει με το ποδήλατο κατευθυνόμενη για τερματισμό του πανέμορφου brevet «Θέρμο» 200 χλμ. Τα φώτα της πόλης του Αγρινίου άναβαν το ένα μετά το άλλο και φώτιζαν τον κάμπο. Άφησα τη φαντασία μου να περιπλανηθεί και λίγο πιο πέρα, στα παραλίμνια χωριάτικα σπίτια της Τριχωνίδας όπου κουρασμένα πιτσιρίκια θα έτρωγαν λαίμαργα με βρόμικα χεράκια από τη λαχανόπιτα της μαμάς τους.

Την άλλη μέρα, το ξυπνητήρι θα χτυπούσε στις 4:30, αλλά ήμουν ήδη από τις 4:10 στο παράθυρο προσπαθώντας να μαντέψω τον καιρό. Το πρωινό ήταν σύντομο στη θαλπωρή της κεντρικής εστίας που ανέδυε την ευωδιά του τεράστιου κούτσουρου που σιγόκαιγε για ώρες. Με τους φακούς αναμμένους στο κεφάλι ξεκινήσαμε με καλή κοντρίτσα την ανάβαση πριν ακόμη ξημερώσει. Η αίσθηση να φωτίζεις τα βήματά σου τη νύχτα στο βουνό, πρωτόγνωρη για μένα, με γέμισε ενθουσιασμό. Και πάλι, βέβαια, το ποδήλατο πήρε τα εύσημα γιατί από τις νυχτερινές βουνήσιες περιπλανήσεις μου των τελευταίων μηνών ξεσηκώθηκα να χωθώ στα βάθη του δάσους που ως τώρα μόνο απ’ έξω με μάγευε η μυστηριακή ζωή του.

1000 και μία κορφές θαρρεί κανείς πως έχει το Παναιτωλικό, καθώς είναι μία αρκετά εκτεταμένη οροσειρά με άφθονο νερό, και ενώ οι πλαγιές του καλύπτονται από δάσος πλούσιο σε έλατα, που την εποχή αυτή γεννούν καταπράσινα μικρά δαχτυλάκια πάνω στα ήδη υπάρχοντα εύρωστα χέρια των κλαδιών τους, όσο ανεβαίνει κανείς το τοπίο αγριεύει, το έδαφος γίνεται πετρώδες και η βλάστηση είναι λιγοστή. Στην πορεία προς τον Κατελάνο, διαπίστωνα διαρκώς πως η θέση του Παναιτωλικού, στην καρδιά της Ρούμελης, το κάνει μοναδικό για τη θέα που προσφέρει προς ορεινούς όγκους «μεγάλα ονόματα» που μονομιάς τους έχεις μπροστά σου όλους μαζί και θαρρείς πως θα κάνεις ένα βήμα και θα τους φτάσεις, ενώ οι αμέτρητες κορυφογραμμές που διαγράφονται σε πολλά επίπεδα και διαδέχονται η μία την άλλη, σε βάζουν στο κέντρο ενός πελώριου εικαστικού πίνακα με πολλαπλές προοπτικές.

Τα βήματά μου προσεχτικά στα μονοπάτια που σπάνια σε ξεκουράζουν με λίγο παχύ χώμα και ο νους μου ήταν να ρίχνω ένα βλέμμα ως φόρο τιμής σε βουνά που ήδη με έχουν καλοδεχθεί πεζοπορώντας ή ποδηλατώντας. Η ομάδα μας δυνατή και αεικίνητη, πανέτοιμη να ακολουθήσει τις υποδείξεις των έμπειρων ορειβατών που ξεθάρρευαν με την προθυμία μας και πρόσθεταν όλο και κάποια κόντρα ακόμη και έτσι, με μικρές στάσεις για ξεκούραση, φτάσαμε κοντά τις 10 ώρες πορείας. Ο καιρός τελικά εξελίχθηκε ευνοϊκός με συννεφιά, δυνατούτσικο αέρα που όμως παλευόταν στις κορυφές και στα ανοιχτά σημεία και 2-3 στάλες δροσιάς.

Συγκρατώ εικόνες με χιονούρες που έλαμπαν στο φως της ημέρας κάπου εκεί ψηλά, χωρίς να ξέρω πως εκεί ήταν ο προορισμός μας. Κορυφογραμμές που διασχίζοντάς τις το βλέμμα χάνεται δεξιά και αριστερά τους σε βάθος απύθμενο στα δικά μου μάτια. Χρώματα κίτρινα, μοβ και λευκά, μαργαρίτες, μενεξέδες και παπαρούνες στις πλαγιές χαμηλότερα, ακόμη και ανθισμένοι μανδραγόρες και ευωδιές από θρούμπι και έλατο, αλλά και φωνές πουλιών που δυναμώνουν στο πέρασμά μας, σαν να ελπίζουν σε διάλογο μαζί μας. Ήχοι από τρεχούμενα νερά που καταλήγουν σε πηγή ή σε κορμούς δέντρων κομμένων στη μέση, θόρυβος από αέρα που κινείται ανάμεσα από πυκνά κλαδιά δέντρων που του αντιστέκονται με θράσος, βουή ανέμου στα ξέφωτα που σε αναγκάζει να δυναμώσεις το πάτημά σου.

Ύστερα, η σκεπή του καταφυγίου που φαίνεται ξαφνικά μετά από ατέλειωτη θαρρείς κατάβαση, αν και τα κόκκινα σημαδάκια του μονοπατιού δεν σε εγκαταλείπουν βήμα βήμα μπροστά σου. Και τέλος, οι στέγες των σπιτιών του χωριού με τις καμινάδες που αναμεταδίδουν τα νέα από την κυριακάτικη κατσαρόλα της κάθε νοικοκυράς. Ο Σεραφείμ με την χρυσοχέρα τη γυναίκα και τη μάνα του μας ετοιμάζουν τα τραπέζια στο Περιστέρι, με ντόπιες καλομαγειρεμένες συνταγές, σπανακόπιτα με τυρί σπιτικό και δικό τους ζυμωτό ψωμί. Τα μικρά παιδιά παίζουν μπάλα στα πόδια μας και κρυφογελούν όταν μας πιάνουν να τα χαζεύουμε, ενώ οι γάτες έχουν σημάνει συναγερμό, ήρθαν ξένοι και θα τσιμπήσουμε κατιτίς παραπάνω. Έτσι νόμιζαν…

www.mbike.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top