Οι όμορφες στιγμές που γέμισαν τη ζωή μου, κάτω εκεί από τα πόδια μου, στα δάση της Αττικής, δεν πρόκειται να ξαναζωντανέψουν πια…
Γράφει ο Κώστας Δημητρακόπουλος
Οκτώβρης κι αυτός να σου πετύχει! Σκέτο μαρτύριο, 32 βαθμοί υπό σκιάν, τώρα που μπαίνουμε στο φθινόπωρο. Βγήκα με το σκύλο μου πάνω στο βουνό για λίγο αέρα, να τρέξει κι αυτός να ξεμουδιάσει, εκεί στο γνωστό του δάσος. Σε αυτά τα δάση πήραμε το “βάπτισμα του πυρός” πίσω από τις φτέρνες των γονιών μας, δίπλα σ’ αυτούς τους κυνηγούς από μικρά παιδιά, πιτσιρικάκια, μαθαίνοντας τη φυσική ζωή στα σπλάχνα αυτών των δασών, άλλοτε ιδρωμένοι και βρεγμένοι, κουρασμένοι, χαρούμενοι και άλλοτε πεισμωμένοι μ’ ένα πουλί που μας ανέβαζε και μας κατέβαζε στα ρέματα κοροϊδεύοντάς μας.
Αυτά τα δάση μας τα παρέδωσαν οι πατεράδες μας με υπόσχεση και όρκο να τα διατηρήσουμε και να τα προστατεύσουμε για το καλό μας, τα επόμενα χρόνια, ως κόρη οφθαλμού. Τώρα καθισμένος εκεί στη γνωστή μου πέτρα για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Είμαι σίγουρος και απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτές οι αναμνήσεις και οι όμορφες αυτές σκηνές που γέμισαν τη ζωή μου κάτω εκεί από τα πόδια μου στα δάση της Αττικής, δεν πρόκειται να ξαναζωντανέψουν όχι μόνο για μένα, αλλά και για κανέναν πια.
Μέσα εκεί μεγάλωσα και τα παιδιά μου, μαθαίνοντάς τα στη φυσική ζωή και στους άγραφους νόμους της. Άλλοτε κυνηγώντας και άλλοτε μαζεύοντας τα πανέμορφα μανιτάρια και τα πικροράδικα έζησα στιγμές αξέχαστες, σκηνές που δικαιούνται και βιώνουν μόνο αυτοί που έχουν το προνόμιο να κάνουν τρόπο ζωής τους το φυσικό περιβάλλον, απολαμβάνοντάς το. Πρόλαβα τις πέρδικες σ’ αυτή την κορφή, κάτω από αυτό το βράχο που σήμερα χαζεύω τη θέα σαν τουρίστας. Παραφύλαξα τις φάσες που σπρωγμένες από της Πάρνηθας τα βορινά πλάγια έβρισκαν κατάλυμα εκεί που έπαιζα με τις μακρομύτες το κρυφτό, σαν έδειχνε τα δόντια του ο χειμώνας. Μέρες σαν κι αυτές κάναν αρχή μαζί με τα τσιχλοκότσυφα και οι μπεκάτσες γύρω στις γνωστές θέσεις πριν ακόμα και από του Αγ. Δημήτρη, ανάλογα με τον καιρό και τη χρονιά, ξεχειμωνιάζοντας ακόμα κι ως το Μάρτη.
Πότε καρφωμένες στα σκιερά πυκνούρια του πεύκου και της κουμαριάς, με τους νοτιάδες και τις γλάρες και πότε στα ισώματα στα ρεματάκια, στα προσήλια μες τα κοντόπευκα και τα κοντοπούρνια, στα ξεροβόρια και στις παγωνιές να λιάζονται. Πέρασε το μάτι μου πάνω από τη Μαλακάσα εκεί που είναι το σκοπευτήριο. Ήταν η θέση που παλιά τις κράταγε μέσα στα ρείκια εκεί που πήγαινε ο πατέρας μου ο μακαρίτης και ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό τις ιστορίες του κυνηγώντας και εμείς μαζί του νοερά.
Παρέα με αναμνήσεις…
Τώρα ήρθε και η σειρά μου να ξεχνιέμαι και εγώ σαν θυμάμαι διάφορα περιστατικά και στιγμιότυπα που έζησα εκείνα τα χρόνια. Άφησα τη ματιά μου να περιπλανηθεί στις ράχες και τις ρεματιές της Μαυροσουβάλας και της Μαυρηνόρας, του Ούλμπερι και να γλυκάνει πιο δεξιά στα χιλιοπερπατημένα ισώματα του Καπανδριτιού, τα πεύκα του Βαρνάβα, ως που έφτασε και στάθηκε πέρα από τη λίμνη στο εκκλησάκι της αξέχαστης Αγίας Τριάδας και πιο εκεί στης Σκάρπας τη κορυφή, σε ότι έχει μείνει άκαυτο στα Σταματιώτικα και από την κατακαημένη την Πεντέλη.
Χάιδεψα το κεφάλι του Λαντ. Με κοιτούσε άκεφος γιατί είχε καταλάβει ότι και αυτή η έξοδος ήταν αφιερωμένη σίγουρα στον τουρισμό. Δεν έχει μείνει τίποτα στη θέση του πίσω εκεί στην άκρη της Πάρνηθας, εκεί που σκίζαμε παντελόνια και ξηλώναμε πουκάμισα στα ξερόκλαρα του πεύκου και της κουμαριάς. Σε ότι κάηκε δεν πιάνει πια μπεκάτσα ή θα αργήσει για πολύ ακόμα. Και εκεί που γλίτωσε από το χέρι του εμπρηστή και του οικοπεδοφάγου, έχει γεμίσει σπίτια, σύρματα και ιδιοκτησίες κάμποσα χρόνια τώρα. Πως μαυρίζει η ψυχή σου στη θέα αυτού του απέραντου πευκοδάσους, όταν το έχεις γνωρίσει στις δόξες του, έχεις περπατήσει μέσα στα τόσα και τόσα μονοπάτια του και έχεις ξεϊδρώσει στα κρυφά ανοίγματά του.
Σ’ εμάς έπεσε ο ‘λαχνός’
Αν ξαναζωντάνευαν οι πατεράδες μας και το έβλεπαν σε αυτά τα χάλια που κατάντησε, θα πέθαιναν στη στιγμή από έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Αυτοί στάθηκαν τυχεροί γιατί πήραν τις αναμνήσεις τους αμόλυντες. Εμάς μας έτυχε να τραβήξουμε το μαρτύριο του να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους, που ο ένας αργοπεθαίνει και ο άλλος θεωρείται κλινικά νεκρός. Βγήκα πιο κει στη μύτη του βράχου κοιτάζοντας από την άκρη του τις πετσοκομμένες κουμαριές από τα γίδια και τα πεσμένα πεύκα από το περσινό χιόνι. Η συντέλεια του δάσους έχει ολοκληρωθεί.
Το τοπίο έχει αλλοιωθεί τελείως, δρόμοι μαχαιρώνουν τα σπλάχνα και την ομορφιά του. Εκεί από κάτω από τα πόδια μου σήκωσα θυμάμαι δώδεκα πέρδικες πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Ήταν η τελευταία χρονιά που τις απάντησα στο δρόμο μου. Βρήκα ακόμα και τους δύο κάλυκες μισολιωμένους από χρόνο στο ντουμπλέ που έκανα στην τελευταία μου πέρδικα. Σήμερα πάει δρόμος θαυμάσιος μέχρι εκεί πάνω, εκεί που τριγύριζαν παλιά ελάφια, λαγοί, πέρδικες και τσακάλια, μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον που έχει γεμίσει τώρα δρόμους και σπίτια.
Αν είμαι τυχερός και η χρονιά πάει φέτος καλά, μπορεί να βρω με τον Λαντ καμιά μπεκάτσα στα υπολείμματα του δάσους, αφού κατά τύχη γλίτωσε και φέτος από τα χέρια του τρελού εμπρηστή.
Είναι οι μέρες τους να φανούν. Άκουσα από το μετεωρολογικό δελτίο ότι μετά από αυτήν την αφύσικη ζέστη του προηγούμενου διαστήματος, ο καιρός θα χαλάσει, όπως ήδη έχει χαλάσει στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη εδώ και κάμποσο καιρό.
Εξαρτημένοι από τα αποδημητικά
Στην Ελλάδα είμαστε καταδικασμένοι να αγωνιζόμαστε πολύ για να συναντήσουμε τα θηράματα, σε αντίθεση με τους ευρωπαίους κυνηγούς που τα έχουν μες τα πόδια τους, στις αυλές και στα πάρκα τους. Τα παιδιά ταΐζουν τις αγριόπαπιες με τα χέρια τους και οι φάσες στις πλατείες και τα πάρκα των πόλεων βοσκούν με το ήμερο περιστέρι, κάτι το αδιανόητο φυσικά για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό γίνεται γιατί τα αποδημητικά πουλιά εγκαταλείποντας τις πατρίδες τους γίνονται επιφυλακτικά, πονηρά και απλησίαστα από τον άνθρωπο και ειδικά όταν το περιβάλλον που τα ελκύει έχει υποστεί αλλοιώσεις και παρεμβάσεις από τον ανθρώπινο παράγοντα.
Τελευταία στην Ελλάδα έχουμε παρατηρήσει όλοι μας τις μεγάλες αλλαγές στο τοπίο και αυτό που γίνεται τώρα εδώ παρατηρήθηκε παλαιότερα και σε άλλες περιοχές. Η Αττική για παράδειγμα σ’ αυτά τα βουνά γύρω μου και λόγω γεωγραφικής της θέσης, στις περιόδους δραστηριοποίησης και μεταναστευτικών κινητοποιήσεων, γέμιζε πουλιά όλων των ειδών. Πάπιες στο Μαραθώνα, τρυγόνια στο Σούνιο και στα Μεσόγεια, πολλές μπεκάτσες σε αυτούς τους πευκώνες και χιλιάδες τσίχλες απ’ άκρη σε άκρη της.
Τι άλλαξε και δεν περνάνε όπως παλιά; Αλίμονο, η σωστή απάντηση δίνεται μόνο από αυτόν που δεν έχει την ανάγκη να μεταθέτει τις ευθύνες του στις πλάτες των άλλων. Δίνεται από αυτόν που μπορεί και μελετάει και παρατηρεί τα φαινόμενα αυτά και βγάζει αμερόληπτα τα συμπεράσματά του.
Το εξιλαστήριο θύμα
Δεν βάζει ο κυνηγός τις φωτιές. Δεν χτίζουν οι κυνηγοί τα εργοστάσια και τις ‘βιλάρες’ τους στις καρδιές των δασών μας, ούτε στους αιγιαλούς. Δεν καταστρέφουν τους υδροβιότοπους με σκουπίδια και με απορρίμματα τα χαντάκια. Δεν φαρμακώνουν οι κυνηγοί την πανίδα και τη χλωρίδα του τόπου μας με τοξικές ουσίες, απόβλητα και φυτοφάρμακα, εκεί που μαθαίνουμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, πώς να κυνηγούν και να θαυμάζουν τη φύση.
Τις ευθύνες να τις αναλάβουν οι ένοχοι, αυτοί οι ανεύθυνο-υπεύθυνοι που με κάθε ευκαιρία πυροβολούν τον κυνηγό σαν την αιτία του κακού.
Δεν ξέρω για άλλες περιοχές της χώρας τι ακριβώς συνέβη, αλλά μαντεύω τι θα συμβεί και εκεί στο άμεσο μέλλον.
Κρίνοντας από την Αττική, εκεί που γεννήθηκα, περπάτησα και ανέπνευσα, έχω ιδία γνώμη των καταστροφών στη φύση από την ανθρώπινη επέμβαση. Αυτό που βλέπω από δω ψηλά δεν είναι σίγουρα από χέρια κυνηγών και είναι άδικο αυτοί που νοιάζονται πραγματικά και ενδιαφέρονται για την προστασία της υπαίθρου μας, να είναι διπλά χαμένοι, αποκομμένοι από το φυσικό τρόπο ζωής που μάθανε και από την κοινή γνώμη, ή και διωγμένοι από τους εκάστοτε “αρμόδιους” στα θέματα θήρας και περιβάλλοντος.
Μέλλον ζοφερό
Είναι στη φύση μου γραφτό και στη ζωή να βλέπω το ποτήρι μισοάδειο. Άσχημο τέλος θα σημάνει γρήγορα για μας τους κυνηγούς γιατί στενεύουν άσχημα τα χρονικά του περιθώρια. Τα μάτια δύσκολα την άσπρη μέρα πια θα δουν, κι ας πιστεύουνε πολλοί πως στη ζωή η ελπίδα πρέπει πάντα να πεθαίνει τελευταία. Αν τώρα κάποιοι το ποτήρι μου μισογεμάτο θέλουνε να δω, θα το δεχτώ το λάθος μου, κυνήγι ας υπάρξει άφθονο για κάθε κυνηγό. Μακάρι να διαψευσθώ και θα χαρώ ακόμα και αν για μένανε γελάσει κάποιος τελευταίος.