Έχω «φάει» τα χρόνια μου στα θρανία και στα διαβάσματα. Από επιλογή και αγάπη για την νομική επιστήμη. Προπτυχιακά, μεταπτυχιακά, υποτροφίες, αριστεία, έπαινοι από την αρχή ως το διδακτορικό στη Γερμανία. Δεν τα γράφω από έπαρση ή για αυτοπροβολή. Τα γράφω γιατί σήμερα το πρωι ημέρα Σάββατο 16.1.2021 θα τα σκίσω όλα: πτυχία, περγαμηνές κλπ.
Η συνεχιζόμενη απαγόρευση που ανακοινώθηκε χτες εν είδει εξαγγελίας «τελάλη» σε μόλις 5 δευτερόλεπτα, παραβιάζει σωρεία διατάξεων υπερνομοθετικών αρχών, το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο.
Γιατί ότι είναι παράλογη δεν χρειάζεται και διδακτορικό για να το καταλάβει κανείς. Βέβαια θυμάμαι ένας καθηγητή μου να λέει: «η νομική επιστήμη δεν μπορεί να αφίσταται της κοινής λογικής». Έλα όμως που έν έτει 2021 γίνεται…
Σκοπός μου δεν είναι να κάνω αυτόκλητο «σεμινάριο», αλλά να αναδείξω [γενικόλογα άρα όχι με πληρότητα] μερικές μόνο «χτυπητές» πτυχές του θέματος από νομικής πλευράς γιατί πέραν από της προσωπικής μου αγανάκτησης [που καταπίεζα τόσο καιρό ως νομοταγής πολίτης] το αισθάνομαι χρέος μου ως «σπουδαγμένος» στον «παππού του χωριού» που του στέρησαν το αυτονόητο.
Συγκεκριμένα και – συγχωρείστε μου τους τεχνικούς νομικούς όρους- παραβιάζονται ενδεικτικά και ουχί περιοριστικά τα εξής.
Το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κατοχυρώνει την υποχρέωση αιτιολογίας όλων των ατομικών διοικητικών πράξεων (συμπεριλαμβανομένων και των γενικών ατομικών διοικητικών πράξεων δυσμενών, ως η απαγόρευση μετακίνησης για άσκηση θήρας, γιατί οι κυνηγοί είμαστε συγκεκριμένοι και ορισμένοι – κοινώς αφορά εμάς και όχι τους πάντες, λόγω άδειας) ορίζοντας στην παρ. 1 αυτού ότι «Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της.». Ως αιτιολογία ορίζεται η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών, τη διαπίστωση της συνδρομής και την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την άρνηση της έκδοσης της διοικητικής πράξης.
Συνταγματικό έρεισμα της υποχρέωσης για αιτιολογία αποτελεί η αρχή του κράτους δικαίου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ως ειδικότερη πτυχή της η αρχή της νομιμότητας, από τις οποίες απορρέει η αρχή της φανερής δράσης της διοίκησης και της διαφάνειας, ενώ ορθά γίνεται σύνδεση με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 του Συντάγματος), με την αρχή της ισότητας και με την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος).
Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το οποίο συμπυκνώνει στη διατύπωσή του την προϋπάρχουσα, μακρά νομολογιακή παράδοση σχετικά με το ζήτημα, η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Η αιτιολογία είναι επαρκής όταν περιέχει με σαφήνεια όλα τα στοιχεία της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλείπονται κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του διοικητικού οργάνου (συνθετική λειτουργία της επάρκειας). Η επάρκεια δοκιμάζεται σε επίπεδο υπαγωγής του πραγματικού στον κανόνα δικαίου, δηλαδή κρίνεται αν το αρμόδιο όργανο δεν αφήνει ανεξέταστο κανένα στοιχείο που μπορεί να έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης (ΣτΕ 2228/2007, 329, 4236/2005).
Επίσης, η αρχή της ισότητας την οποία καθιερώνει το άρθρο 4§1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει άπαντα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (ενδεικτικά ΣτΕ 2717/1988, ΣτΕ 157/1989 και Ολομ. Α.Π. 3/1997, 7/1993, 12/1992, 6/1992 κλπ).
Η παραβίαση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα Δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας των, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η με ίσους όρους ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός (άρθρο 5 του Συντάγματος).
Κατά τον έλεγχο δε αυτόν που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση μπορεί βεβαίως να ρυθμίσει με ενιαίο διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, οι οποίες συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και οι οποίες περαιτέρω, στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της κατά περίπτωση & ad hoc ρύθμισης.
Κατά την επιλογή όμως των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την προδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα κριτήρια μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, η συνταγματική αρχή της ισότητας στις ειδικότερες εκφάνσεις αυτής επιβάλλει την ομοειδή μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων.
Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ρητώς αναγνωρισμένη από το Ελληνικό Σύνταγμα επιβάλλει την πραγμάτωση της ισότητας καθώς δεν προστατεύει απλώς τυπικά το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά επιβάλλει δεσμευτικά και τη δημιουργία συνθηκών που θα προάγουν την ισότητα ευκαιριών για κάθε έλληνα πολίτη.
Εξάλλου η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1) και συγκαταλέγεται, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση περιορισμοί εις την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό.
Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου, τότε μόνον αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Τέλος, αλλ’ ουκ ύστατον τα διοικητικά όργανα πρέπει ενεργούν ενιαία κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πράξεις τους και η εν γένει συμπεριφορά τους να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους (non venire contra factum proprium) πολλώ μάλλον όταν θίγονται από αυτές ατομικά δικαιώματα διοικουμένων.
Όλα τα ανωτέρω δεν τα κατέβασα από το «σοφό κεφάλι» μου. Είναι πάγια νομολογία του ΣτΕ και των Δικαστηρίων της χώρας μας.
Η απαγόρευση του δικαιώματός εκάστου πολίτη για μετακίνηση προς άσκηση θήρας:
- παρά το γεγονός ότι έχει πληρώσει το ανταποδοτικό τέλος της άδειας [το οποίο προφανώς και έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεωστήτως καταβληθέν]
- παρά τη μη ανάκληση της υπάρχουσας ρυθμιστικής κανονιστικής,
- παρά το γεγονός ότι άλλοι φορείς οργανωμένοι επίσης ως σωματεία [π.χ. σκοπευτικά] λειτουργούν με υγειονομικούς κανόνες εδώ και καιρό,
- παρά το γεγονός ότι πολλώ μάλλον άλλοι πολίτες αθλούνται ελευθέρως τηρώντας τα πρωτόκολλα σε συνθήκες προφανέστατα όχι τόσο ασφαλείς όσο η άσκηση της θήρας επιβάλλει αναγκαστικά εκ της φύσεώς της [αποστάσεις σε εξωτερικό χώρο]
- παρά το γεγονός ότι κατοχυρώνεται το κυνήγι ως άθλημα [ατέχνως μεν, αλλά νομικά ισχύει]
όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια ευθέως αντισυνταγματική, ως απρόσφορη, διακριτική, ανισότιμη και αδικαιολόγητη, μεταχείρισή του κάθε ευπειθώς νομοταγούς Έλληνα πολίτη – κυνηγού.
Οι κυνηγοί δεν είμαστε βάρβαροι ούτε απολίτιστοι οπλοφόροι – δολοφόνοι. Εκτός και να κάποιος θεωρεί π.χ. την βασιλική οικογένεια του Ηνωμένου Βασιλείου ως τέτοιους.
Η άσκηση της θήρας είναι ό,τι πιο φυσικό υπάρχει σε δραστηριότητα [όπως και το ψάρεμα].
ΜΟΝΟ ΟΠΟΙΟΣ ΒΙΩΝΕΙ ΤΗ ΦΥΣΗ, ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΝΟΕΙΤΑΙ ΩΣ ΑΛΗΘΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΣ
…αλλά για αυτά, ανεξάρτητα του ότι εκφεύγουν των σκοπών της παρούσας παρέμβασης, προφανώς υπάρχουν ειδικότεροι εμού να επιχειρηματολογήσουν.
Του Ηλία Δ. Κολλύρη
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Παν/ου Χαϊδελβέργης, LL.M Δημοσίου Δικαίου Heidelberg, LL.M. Δημοσίου Δικαίου Νομικής Αθηνών