Γράφει ο Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης, Κ. Σ. Άμφισσας
Του το είχα τάξει του φίλου μου του Θύμιου του Δάνισκα, πως θα τον σερβίρω ξανά, φρεσκοψημένο κουπάτο Ελληνικό καφέ, στην καφετέρια του Θεού στα 2510μ. στην Πυραμίδα, την κορυφή της Γκιώνας!… Και το είχε δέσει κόμπο.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε «άιντε και να δω πότε θα με ξαναπάς στην κορυφή για καφέ»! μού ’λεγε χαριτολογώντας.
Είχανε περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την τελευταία μας ανάβαση στην Πυραμίδα, την ψηλότερη κορφή της Γκιώνας και τρίτη ψηλότερη της Χώρας μας. Ο στόχος, ήταν βέβαια η κατάκτηση της κορφής, αλλά ο σκοπός ήταν να ξαναζήσουμε όλη εκείνη την μυσταγωγίας της περιπέτειας: προετοιμασία, ανάβαση, επαφή με το αλπικό τοπίο, το συναπάντημα με τ’ αγριόγιδο και διανυκτέρευση στο βουνό των ανέμων.
Με τον εξάδελφο, το Νίκο τον Κασούτσα, κλειδώσαμε την ημερομηνία που εξυπηρετούσε το καλοκαιρινό μας πρόγραμμα, και τ’ ανακοινώσαμε σ’ όλους, τους κατά καιρούς ενδιαφερόμενους!… Σ’ αυτούς, που όταν έβλεπαν τις φωτογραφίες από τις προηγούμενες αναβάσεις, μάς διαβεβαίωναν με περισσή σιγουριά, πως θα μάς ακολουθήσουν στις επόμενες περιηγήσεις, στις επιβλητικές βουνοκορφές του ορεινού όγκου της Γκιώνας.
Η αλήθεια είναι, πως δεν είναι για όλους εύκολη υπόθεση το βουνό!.. Η 7ωρη πορεία στις δυσπρόσιτες βραχοπλαγιές, ν’ ανέβεις, να περιηγηθείς λίγο και να επιστρέψεις στον καταυλισμό, προϋποθέτει, αν μην τι άλλο, αποφασιστικότητα. «Ο Κάμπος θρέφει άλογα και το βουνό λεβέντες!» λέγανε με νόημα στη Σεγδίτσα, το χωριό των γονέων μου.
Οι θαρραλέοι της παρέας
Ο γιός μου, ο Χάρης, ήταν ο πρώτος π’ ανταποκρίθηκε θετικά!… Λάτρης του βουνού και της περιπέτειας, μ’ ακολουθεί στις εξορμήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Κανόνισε ολιγοήμερη άδεια απ’ την υπηρεσία του για να είναι συνεπής στο ραντεβού. Ο Θύμιος ο Δάνισκας, το περίμενε πως και πως. Από τους υπόλοιπους που είχαν κατά καιρούς εκδηλώσει ενδιαφέρον, δεν ανταποκρίθηκε κανένας!… Εμείς πάντως, ήμασταν αποφασισμένοι για το επιχείρημα, έστω και οι τέσσερεις μας!… Την τελευταία στιγμή το αποφάσισε ο νεαρός Στάθης Κονιάκος –(Κουνιάδος του Δάνισκα)- που ενσωματώθηκε στην παρέα μας, η οποία έγινε πλέον πενταμελής.
Τρείς μέρες πριν την ανάβαση, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες συγκέντρωσης και τακτοποίησης των απαραίτητων εφοδίων. Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε αναρριχητική προσέγγιση της κορυφής, όπου απαιτείται ειδικός εξοπλισμός, ωστόσο όμως, το βουνό είναι απρόσμενο και χρειάζεται σωστή προετοιμασία, για ν’ ανταπεξέλθεις σε καιρικές συνθήκες που ενδεχομένως να μεταβληθούν απρόσμενα. Η πρόβλεψη για τον καιρό, ήταν: συννεφιά κατά διαστήματα, με πιθανή αραιή βροχόπτωση και αέρα. Έτσι, η διαβίωση, έστω και μιας ημέρας, στα αλπικά υψόμετρα, άνω των 2000μ. απαιτεί σωστή προετοιμασία.
Ο σχεδιασμός, προέβλεπε, να μεταβούμε με το αυτοκίνητο ως το διάσελο, στη θέση Δοκίμι, σε υψόμετρο 2015μ., όπου θα στήναμε καταυλισμό για διανυκτέρευση και θα επιχειρούσαμε άμεσα ανάβαση στην κορυφή. Εφόσον φυσικά ο καιρός θα ήταν επιτρεπτός για κάτι τέτοιο.
Το Σάββατο το πρωί 6 Ιουλίου 2013, φύγαμε από την Άμφισσα και συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους στο Χωριό Βίνιανη. Από εκεί, με δύο αυτοκίνητα, ακλουθήσαμε την κλασική διαδρομή των μεταλλευτικών χωματόδρομων που οδηγούν στην περιοχή.
Τα πρώτα βήματα
Φτάσαμε στο Δοκίμι, περί της μία μετά το μεσημέρι. Στη θέση αυτή, όπως μολογούσαν οι παλιότεροι, υπήρχε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μια ολοστρόγγυλη πέτρα, ικανοποιητικού βάρους, όπου τα τσοπανόπουλα από τις γύρω στρούγκες, αλλά και τα παλικάρια των λησταποστατών -σε παλιότερες εποχές-, δοκίμαζαν τις ικανότητές τους, για το ποίος θα σηκώσει την πέτρα και μέχρι ποίο ύψος θα τα καταφέρει, γι’ αυτό η τοποθεσία έλαβε την ονομασία Δοκίμι.
Καθώς φτάσαμε, πρώτο μέλημά μας με τον Χάρη, ήτανε να στήσουμε το αντίσκηνο και να τακτοποιήσουμε τα πράγματά μας, ώστε να γνωρίζουμε τη νύχτα, που βρίσκεται το κάθε τι!… Η εμπειρία από παλιότερες φορές, μάς έλεγε, πως, εφόσον προηγηθεί η ανάβαση, στην επιστροφή, η κούραση είναι ανασταλτικός παράγοντας, για ν’ ανταποκριθούμε ικανοποιητικά, σε μια τέτοια σοβαρή διαδικασία, μιας και οι καιρικές συνθήκες έδειχναν πως δε θα βελτιώνονταν.
Ο καιρός, αρκετά ψυχρός για Ιούλιο μήνα!… Ερχόταν από ανατολικά, με συχνές ριπές αέρα και πυκνά σύννεφα, π’ άλλοτε έκρυβαν αρκετά τις βουνοκορφές κι άλλοτε αποκάλυπταν ολοζώντανο το τοπίο, έως ότου να έρθει το επόμενο κύμα νέφους από τον σκουρόγκριζο ορίζοντα στ’ ανατολικά.
Οι άλλοι τρείς της παρέας, θα διανυκτέρευαν στα οχήματα κι έτσι ξεκίνησαν σιγά-σιγά την ανάβαση στην Πλατυβούνα (2316μ.). Μετά τα διαδικαστικά της κατασκήνωσης, φορτωθήκαμε τα προβλεπόμενα κι ανηφορίσαμε την πλαγιά.
Η διαδρομή
Η διαδρομή που είχαμε διαλέξει ως τη Διασέλα -στον αυχένα της κορφής-, δεν είχε σχέση με τις συνήθεις διαδρομές που ακολουθούν οι ορειβάτες. Εμείς ακολουθούσαμε περιμετρικά τη δυτική πλαγιά της Πλατυβούνας, αν και γνωρίζαμε πως σε κάποια σημεία, η πορεία γίνεται αρκετά επικίνδυνη, λόγω της απότομης κλίσης της πλαγιάς, τους σωριάδες που σχηματίζονται από την αποσάθρωση των πετρωμάτων, και τους βράχινους σχηματισμούς, γεννήματα των τελευταίων παγετωνικών περιόδων.
Μετά από τρία τέταρτα πορεία, ενωθήκαμε με τους προπορευόμενους, που είχαν απλωθεί στην πλαγιά της Πλατυβούνας για περισυλλογή τσαγιού. Διαβήκαμε ένα απότομο πέρασμα ανάμεσα στα βράχια, που στην επιστροφή, μου φάνηκε επικινδυνότερο, καθώς έχασκε κάτω απ’ τα πόδια μου, ο γκρεμός και το χάος της απότομης βουνοπλαγιάς. Τριακόσια – τετρακόσια μέτρα προς τα κάτω, οι ’’Λάκκες Καρβούνι’’, ανοιξατοστολισμένες με λογιών, λογιών λουλούδια του βουνού κι ακόμη παρακάτω -στα 1850 μ. υψόμετρο- στου ’’Γιώργα τη Κοτρώνα’’, όπου βρίσκεται και το ορειβατικό καταφύγιο του Πεζοπορικού Ομίλου Αθηνών ’’Γρηγόρης Περδίκης’’. Το τοπίο, σου έκοβε την ανάσα, καθώς η ματιά έγερνε δειλά- δειλά, για ν’ απολαύσει τη μαγεία της φύσης! Μια λάθος τοποθέτηση του σώματος, ή μια απροσεξία, είναι δυνατόν να αποβεί μοιραία και να κουτρουβαλήσεις κακήν κακώς έως εκεί κάτω.
Στα μισά της δυτικής πλαγιάς της Πλατυβούνας, μας έπιασε ολιγόλεπτη μπόρα, που μούσκεψε και εξωτερικά τον ήδη μουσκεμένο εσωτερικά από τον ιδρώτα ρουχισμό. Κουρνιάσαμε για λίγο στην κόγχη ενός βράχου, όπου βρήκα ευκαιρία ν’ αλλάξω τα βρεγμένα. Η μυρουδιά του χώματος ανακατεύονταν με τ’ αρώματα των λουλουδιών του ανοιξιάτικου αλπικού τοπίου!… Μια δροσερή μοσχοβολιά, γνήσιας βουνίσιας ομορφιάς, σε καθήλωνε εκεί στη μέση της απότομης βουνοπλαγιάς.
Στη Διασέλα (2250μ.), στον αυχένα της Πυραμίδας, ανασυνταχθήκαμε ξανά. Από τ’ ανατολικά πάντα, ο αγέρας, ψυχρός και δυνατός, μάς ξύριζε τα κεφάλια. Αφού εκτιμήσαμε τον καιρό, που έδειχνε να βελτιώνεται, αποφασίσαμε την ανάβαση στην κορυφή.
Ο Νικόλας, τράβηξε πρώτος το ορειβατικό μονοπάτι που έρχεται από τη ’’Βαθιά Λάκα‘‘, κι έχουν σημαδέψει οι ορειβατικοί σύλλογοι, για να μη χάνονται τ’ αργοπορημένα μέλη. Ακολουθούσε ο Στάθης με τον Θύμιο και στη συνέχεια ο Χάρης. Τελευταίος ακολουθούσα την ομάδα, κι όλοι πίστευαν, πως: άνθρωπος του γραφείου κι απροπόνητος, θα δυσκολευόμουν στην ανάβαση! Διαψεύστηκαν όμως οικτρά…
Η επιθυμία γιγαντοποιούσε την προσπάθεια!…
Παρά τα πενήντα τρία μου και το πρόσθετο φορτίο του σάκου μου, έβγαλα τη διαδρομή με τον ίδιο ρυθμό από την αρχή έως το τέλος, όταν ο προπορευόμενος συνομήλικος Νικόλας, ζορίστηκε εκεί λίγο πριν την κορυφή.
Η κοπιαστική προσπάθεια, έβαζε σε δοκιμασία όλες τις λειτουργίες και τα μέλη του σώματος. Τα πόδια άρχισαν να πονάνε στους τετρακέφαλους και τα γόνατα. Η θερμοκρασία είχε ανέβει αισθητά και ο ιδρώτας μούσκευε εσωτερικά τα ρούχα. Ο ρυθμός της καρδιάς και η πίεση αυξάνονταν σταδιακά και τα πρόσωπα κοκκίνιζαν απ’ την υπερπροσπάθεια. Ένα κανονικό test κοπώσεως, που σε συνδυασμό με το κρύο και την μείωση του οξυγόνου, έβαζε σε δοκιμασία τις αντοχές σου.
Φτάσαμε στην κορυφή, ύστερα από πορεία σχεδόν τριών ωρών, απ’ τη στιγμή που ξεκινήσαμε από τον καταυλισμό. Μια αδιαθεσία του Θύμιο, μας τρόμαξε κάμποσο, αλλά προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τη ψυχραιμία μας και να μην τον πανικοβάλουμε άσκοπα. Ο εξοπλισμός που είχαμε κουβαλήσει με τον Χάρη, αποδείχθηκε ευεργετικός για μας και ίσως σωτήριος για τον Θύμιο. Με στεγνά και ζεστά ρούχα, ένα ποτηράκι τσίπουρο και λίγη ζάχαρη παραπάνω στον καφέ, επανήλθε κάπως σε φυσιολογικό ρυθμό, και γλυτώσαμε τις χωροφυλακίστικες ανακρίσεις από τα δελτία ειδήσεων, όπως είπε χαριτολογώντας ο Χάρης, για να τονώσει τη διάθεση της παρέας.
Παγανίζοντας με τα μάτια τις κορυφογραμμές για αγριόγιδα
Στη Διασέλα, είχαμε κάνει την πρώτη προσπάθεια, -παγανίζοντας με τα μάτια τις κορυφογραμμές- μήπως και εντοπίσουμε πουθενά αγριόγιδα. Μια κίνηση προς τ’ ανατολικά της κορυφής, μας παραπλάνησε προς στιγμή, μέχρι να διαπιστώσουμε με τα κιάλια, πως επρόκειτο για ένα μικρό ξεκομμένο κοπάδι ήμερα γίδια, που προφανώς είχαν αυτονομηθεί από το κοπάδι κάποιου τσοπάνου.
Το αγριόγιδο[1], το σπάνιο αυτό είδος θηλαστικού για την πατρίδα μας, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των ορεσίβιων οπληφόρων, του είδους των αγριόγιδων των Άλπεων, το οποίο αποτελεί υποείδος του. Βρίσκει προστασία στις δυσπρόσιτες βουνοκορφές της Γκιώνας και στην επιβλητική φαραγγοχαράδρα της Ρεκκά, κοντά στο χωριό Σεγδίτσα[2]. Είναι το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης, όπου συναντάται πληθυσμός αυτού του είδους, και δεν έχει καμία σχέση με το Αγριοκάτσικο[3] (κοινώς αγρίμι) το οποίο ζει στο φαράγγι της Σαμαριάς και γενικότερα στα Λευκά Όρη της Κρήτης.
Το μεγαλύτερο τμήμα του αλπικού τοπίου της Γκιώνας, είναι χαρακτηρισμένο ως Μόνιμο Καταφύγιο Θηραμάτων, αποκλειστικά και μόνο για την αυστηρή προστασία του αγριόγιδου, που αναμφισβήτητα αποτελεί μοναδική ομορφιά για τον τόπο μας, και την Χώρα μας γενικότερα.
Κάτσαμε κάμποση ώρα στην κορυφή. Τα σύννεφα είχαν σηκωθεί ψηλότερα κι είχαμε πλέον τη δυνατότητα ν’ απολαύσουμε κάπως το τοπίο. Ο Θύμιος είχε συνέλθει αρκετά κι αποφασίσαμε να πάμε ως τη ’’Γκιωνόλακκα’’. Ακολουθήσαμε δυτική πορεία, κατά μήκος της κορυφογραμμής, στην απόληξη της απότομης κάθετης ορθοπλαγιάς, η οποία ξεκινά πάνω ακριβώς από το χωριό Συκιά, οριοθετεί το πανέμορφο φαράγγι του Λάζου κι αποτελεί ιδανική πρόκληση για ορειβάτες – αναρριχητές και λοκατζήδες, με πάμπολλες δοκιμασμένες διαδρομές αναρρίχησης.
Το τοπίο άγρια επιβλητικό!
Δε χόρταινες να το θαυμάζεις. Τα σύννεφα είχαν σηκωθεί ακόμα περισσότερο κι είχαμε άνεση ευρύτερης παρατήρησης. Προς τα βόρεια, βορειοδυτικά ο ορεινός όγκος των Βαρδουσίων κι ανάμεσα στις δασοσκέπαστες πλαγιές φωλιασμένα τα πανέμορφα χωριουδάκια της ορεινής Παρνασσίδας, χαρίζουν μοναδικές στιγμές στον περιηγητή που τ’ αγναντεύει από ψηλά. Εδώ η προσοχή ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Το παραμικρό στραβοπάτημα είναι δυνατόν ν’ αποβεί μοιραίο.
Δε θα είχαμε απομακρυνθεί πολύ απ’ την Πυραμίδα, όταν διέκρινα μια κίνηση από αγριόγιδα, στο φρύδι της απέναντι πλαγιάς που οριοθετεί τη βόρεια πλευρά της Γκιωνόλακκας. Πεντακόσια, εξακόσια μέτρα απόσταση και τα κιάλια επιβεβαίωσαν το εύρημά μου. Απ’ ότι βλέπαμε, τα γίδια, μάς είχαν επισημάνει!… Κάνα δυο, πάνω στους βράχους, βίγλιζαν την περιοχή. Οι αγέρωχες φιγούρες τους διαγράφονταν επιβλητικές στον ορίζοντα.
Επιτέλους ήρθαμε σε επαφή με τα’ αγριόγιδα
Τα παρατηρούσαμε για κάμποση ώρα, όταν κάποια στιγμή, φαίνεται πως τα ενόχλησε η παρουσία μας και έγειραν προς τη Γκιωνόλακκα. Αποφασίσαμε να πάμε ως εκεί με την ελπίδα να τα ξαναδούμε στα κρεμάσματα των βράχων. Καθώς προχωρούσαμε, κατά μήκος πάντα της κορυφογραμμής, ένα αγριόγιδο, προφανώς ξεκομμένο, πετάχτηκε τρομαγμένο απ’ τα βράχια μπροστά μας, με κατεύθυνση ίσια κάτω την ορθοπλαγία της Συκιάς. Θαυμάσαμε τη χάρη και την άνεση, με την οποία πηδούσε από βράχο σε βράχο στο χάος του μεγάλου γκρεμνού!… Ο Χάρης ίσα που πρόλαβε και τράβηξε μια μακρινή φωτογραφία, καθώς είχαμε αιφνιδιαστεί από το ανεπάντεχο συναπάντημα μαζί του.
Συνεχίσαμε προσεκτικά την πορεία για το φρύδι της απέναντι πλαγιάς, κάνοντας πλέον όσο λιγότερο φασαρία μπορούσαμε. Απλωθήκαμε στην πλαγιά για να έχουμε μεγαλύτερο εύρος πεδίου, όταν θα φτάναμε στο φρύδι, ώστε να έχουμε ελπίδα να δούμε όσο περισσότερα αγριόγιδα γίνεται.
Ακολουθούσα έξι- οκτώ βήματα πίσω από τον Χάρη, όταν τον είδα να σηκώνει τη μηχανή και να τραβά φωτογραφίες, κάνοντάς μου νόημα να πλησιάσω σύντομα. Ενώ στην αρχή τα συνέλαβε εξ απροόπτου στη βοσκή και πρόλαβε να τ’ αποθανατίσει σε πολύ κοντινή απόσταση, μέχρι να φτάσω κι εγώ στην κορυφή, τα αγριόγιδα έτρεχαν τρομαγμένα προς διάφορες κατευθύνσεις, σαστισμένα από την τόσο κοντινή συνάντηση. Ένα κοπάδι γύρω στα είκοσι άτομα διαφόρων ηλικιών, σκόρπισε άναρχα εδώ και ’κεί!..
Ένα μεγάλο τραγί πέρασε τροχάδην από μπροστά μου και τράβηξε δυτικά, αποκαλύπτοντας όλη τη μεγαλοπρέπεια της φυλής του. Είχα οπλίσει την κάμερα για τραβήξω καμία σκηνή κι από την παραχαριά μου, σάστισα!.. Ξαναπάτησα το κουμπί κι αφόπλισα την κάμερα!… Μόνο λίγα δευτερόλεπτα έμειναν τελικά καταγεγραμμένα.
Ένα κατσικάκι που είχε μείνει κρυμμένο –προφανώς τρομοκρατημένο- πίσω από ένα βράχο, έτρεξε κι αυτό προς τα κάτω να συναντήσει τα υπόλοιπα.
Ακούγαμε τα επιφωνήματα των αλλωνών της παρέας, που είχαν και εκείνοι προσεγγίσει το υπόλοιπο κοπάδι που είχε απλωθεί στα κρεμάσματα για βοσκή. Παρακολουθούσαμε για αρκετά λεπτά ακόμα, τα γίδια που ροβολούσαν, ήρεμα πια, τη Γκιωνόλακκα, με κατεύθυνση προς τον Τραγονόρο (2456 μ.)
Δεν υπήρχε καλύτερη εξέλιξη της περιήγησής μας στα αλπικά τοπία της Γκιώνας. Είχαμε ανταμειφτεί στο έπακρον! Τέτοιο κοντινό συναπάντημα με τόσο μεγάλο κοπάδι αγριόγιδα, τους άρχοντες των βραχοπλαγιών και των βουνοκορφάδων, δεν μας είχε ξανασυμβεί.
Ικανοποιημένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής στον καταυλισμό. Άλλωστε ο χρόνος ήταν αυστηρά προκαθορισμένος, ώστε να μην μας βρει η νύχτα στις πλαγιές της Πλατυβούνας.
Όταν φτάσαμε ξανά στη Διασέλα, είδαμε κι άλλη κίνηση από αγριόγιδα. Αυτή τη φορά ήταν στη δυτική πλαγιά της Πλατυβούνας, λίγο πιο πάνω από τη διαδρομή που είχαμε ακολουθήσει στο ανέβασμα κι ετοιμαζόμασταν τώρα να τη διαβούμε στην επιστροφή. Τα γίδια, πέντε των αριθμό, μάς κοιτούσαν από μακριά. Επιτηρούσαν συνεχώς την πορεία μας κι έμειναν πάντα σκαρφαλωμένα ανάμεσα στα βράχια, χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα κοντινότερης προσέγγισης.
Η επιστροφή
Η επιστροφή ήταν ακόμα δυσκολότερη από την ανάβαση. Οι σωριάδες απαιτούσαν περισσότερη προσοχή στην τοποθέτηση του σώματος. Επιπολαιότητες και λάθη δε συγχωρούνται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Πριν φτάσουμε στον καταυλισμό, λίγο πριν το σούρουπο, ένας λαγός πετάχτηκε απ’ το γιατάκι, τρομαγμένος απ’ την παρουσία μας με τη φασαρία που κάναμε, φωνασκώντας και χαχανίζοντας. Πήρε τον κατήφορο, δίπλωσε δεξιά και χάθηκε στην πλαγιά της Πλατυβούνας.
Με το σύθαμπο είχαμε ανακάμψει στον καταυλισμό. Ανασυγκροτηθήκαμε τάχιστα για την επόμενη προμελετημένη φάση. Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, η μέριμνα για το παραδοσιακό κοντοσούβλι ήταν πρωταρχικής σημασίας. Η διαδικασία ανατέθηκε στον Χάρη και τον Θύμιο π’ αναζητούσε πιότερο τη θαλπωρή της φωτιάς.
Το κρύο, έτσουζε για τα καλά. Ο ρουχισμός, χειμωνιάτικος. Η φωτιά, μάς έσμιξε κοντά της. Κι όλο λέγαμε και ξαναλέγαμε τα ίδια, αναλύοντας λεπτομερώς την περιπέτεια όπως τη βίωσε ο καθ’ ένας μας.
Ο Θύμιος, μετρ στο είδος, έβγαλε το κοντοσούβλι στην ώρα του. Τα λουξ φωταγώγησαν το χώρο και το τραπέζι του δείπνου με τα παραδοσιακά εδέσματα, στήθηκε μεγαλοπρεπώς μ’ όλους τύπους κάτω από νησίδες έναστρου ουρανού. Το κρασί αβγάταινε τη διάθεση και το τραγούδι γαλήνεψε τα κουρασμένα μέλη του σώματος. Η καλή παρέα κράτησε έως αργά το βράδυ.
Σύνταχα την αυγή, με γλυκοξύπνησε ο σάλαγος από το σκάρο!…
Καθώς ηχολαλούσαν οι πλαγιές, τους ήχους των κουδουνιών, τα σαλαγίσματα και τ’ αλυχτίσματα των σκύλων που κοντοζύγωναν στ’ αντίσκηνο, θυμήθηκα τον Κρυστάλλη «νἄχω μὲ τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι»!
Γεναριάτικο πρωινό αντίκρισα, καθώς, η ομίχλη, είχε ζώσει ένα γύρω τη διασέλα, πού είχαμε επιλέξει για να περάσουμε τη βραδιά μας. Ένα σύντομο πρωινό και ετοιμασία για αναχώρηση.
Η επιστροφή στη βάση, άφησε πίσω πρόσχαρες αναμνήσεις, ριζωμένες στις πλαγιές του βουνού, ως την επόμενη φορά της επανόδου μας. Ποιος ξέρει!.. ίσως και με μεγαλύτερη παρέα!!…