Του Χρήστου Χατζιώτη
Από όλα τα άρθρα βλητικής που υπάρχουν εδώ αλλά και τις υπηρεσίες που μπορεί να βρει κανείς σε ένα σύγχρονο οπλουργείο, έχει γίνει πασιφανές ότι ο σημαντικότερος παράγοντας στην οπλοκατασκευή, αλλά κυρίως στην επισκευή ενός όπλου, είναι το μεράκι, η γνώση και πάνω απ΄ όλα η δεξιοτεχνία και το ήθος του οπλουργού.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία, τους σημαντικούς σταθμούς εξέλιξης και τις σημερινές δυνατότητες των ελλήνων οπλουργών. Πιστεύω ότι δικαιωματικά η πρώτη θέση σε αυτή την παρουσίαση ανήκει στον Ντίνο Παπατσαρούχα, κάτι στο οποίο συμφώνησαν οι περισσότεροι φίλοι κυνηγοί με τους οποίους συζήτησα, πριν ξεκινήσω αυτή τη σειρά άρθρων, μιας και η δική μου στάση μπορούσε να θεωρηθεί μεροληπτική, λόγω της μακρόχρονης και στενής φιλίας που με συνδέει με τον Ντίνο Παπατσαρούχα. Όταν αρθρογραφείς με αντικείμενο καθαρά τεχνικά άρθρα, τις περισσότερες φορές έχεις συνέχεια το άγχος μήπως αποτύχεις στο στόχο σου που δεν είναι άλλος από το να διαχωρίζεις πάντα το αντικείμενο από τα πρόσωπα που εμπλέκονται μαζί του. Η ποιότητα ενός όπλου είναι πάντα εντελώς ανεξάρτητη με τη σχέση που έχεις με τον αντιπρόσωπό του, η αξία του εντελώς ανεξάρτητη με την άποψη που έχεις γα τον κατασκευαστή του. Οι περισσότερες ευρεσιτεχνίες στο χώρο των όπλων και οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις στο χώρο της βλητικής προέρχονται ούτως ή άλλως από ανθρώπους που μόνο ονομαστικά γνωρίζουμε και που είναι πια πολύ αργά για να έχουμε μια προσωπική επαφή μαζί τους. Όταν, όμως, καλείσαι να παρουσιάσεις έναν άνθρωπο που πέρα από επώνυμος τεχνίτης είναι και προσωπικός φίλος, τότε τα πράγματα περιπλέκονται και η αγωνία σου να παραμείνεις αντικειμενικός σε κάνει να στρέφεσαι στους συγκυνηγούς σου, που στην προκειμένη περίπτωση αντιπροσωπεύουν το στατιστικό “τυχαίο δείγμα”. Κάνοντας, λοιπόν, το δικό μου “μίνι γκάλοπ” και θέτοντας το ερώτημα σε αρκετούς κυνηγούς, ποιος έρχεται στο μυαλό τους όταν ακούν τη λέξη οπλουργός, διαπίστωσα ότι θα ήταν ατόπημα να έχει οποιοσδήποτε άλλος την πρώτη θέση σε μια τέτοια παρουσίαση, πέρα από τον Ντίνο Παπατσαρούχα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Ντίνος Παπατσαρούχας γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα, στην οδό Λακεδαίμονος στον αριθμό 7. Αν αναφέρω τη διεύθυνση είναι γιατί ακριβώς στην ίδια διεύθυνση διατηρεί μέχρι σήμερα το οπλουργείο του, γνωστό στους περισσότερους συλλέκτες όπλων, οπλολάτρεις, αλλά και σε πολλούς κυνηγούς.
Το 1955 πολλοί σχολίασαν εντυπωσιασμένοι τον πιτσιρίκο των 3,5 ετών που, συνοδευόμενος από το θείο του Πέτρο Βαλή, έριξε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την πρώτη του βολή με περίστροφο! Ο Πέτρος Βαλής ήταν και ο μοναδικός κυνηγός της οικογένειας του Ντίνου Παπατσαρούχα. Το πρώτο του όπλο ήταν ένα αεροβόλο DIANA και το απέκτησε σε ηλικία 6 ετών, ως δώρο Χριστουγέννων από τον ίδιο θείο. Από την ημέρα εκείνη το όπλο αυτό έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής διασκέδασης του μικρού Ντίνου και η σκοπευτική του δεινότητα συζητήθηκε γρήγορα στη γειτονιά του. Το χόμπι του; Η σκοποβολή σε μικροσκοπικά αντίκειμενα, ακόμα και σε μύγες που καθόντουσαν στον τοίχο της αυλής με το αεροβόλο του, ένα όπλο όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο εκείνη την εποχή, τουλάχιστον σε τόσο μικρές ηλικίες. Στα 15 του αποκτά το πρώτο του λειόκαννο, ένα δίκαννο ισπανικής προέλευσης της εταιρίας LIG που στις κάννες έγραφε “imported by Pagoulatos”, γιατί προερχόταν από εισαγωγή του παλιού οπλοπώλη του κέντρου της Αθήνας, Νίκου Παγουλάτου. Το δίκαννο, όμως, αγοράστηκε από τον οπλοπώλη Κουτσούδη που διατηρούσε μέχρι το θάνατό του (πριν λίγα χρόνια) οπλοπωλείο στους Αμπελοκήπους, στην οδό Έσλιν, πολύ κοντά στο σπίτι του Παπατσαρούχα.
Πρώτος σταθμός η Γερμανία
Από πολύ νωρίς αποφάσισε ότι όνειρό του ήταν να σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός στη Γερμανία. Όμως, την εποχή εκείνη η Γερμανία προϋπέθετε ένα χρόνο προϋπηρεσία σε εργοστάσιο, προκειμένου να σπουδάσεις μηχανολόγος μηχανικός. Την προϋπηρεσία αυτή μπορούσε κανείς να την κάνει κατά ένα εξάμηνο μέσα στο χρόνο σπουδών του αλλά το άλλο εξάμηνο έπρεπε να έχει προηγηθεί. Έτσι ο Ντίνος Παπατσαρούχας αποφασίζει το 1968 το καλοκαίρι, ανάμεσα στη δευτέρα και την τρίτη Λυκείου (που τότε ήταν πέμπτη και έκτη Γυμνασίου, αντίστοιχα), να μεταβεί στη Γερμανία, προκειμένου να βελτιώσει τις γνώσεις του πάνω στη γερμανική γλώσσα και να κάνει το πρώτο τρίμηνο εργασίας του σε ένα εργοστάσιο μηχανολογικών εφαρμογών στη Στουτγάρδη.
Ο ίδιος θυμάται ακόμα το σοκ που του προκάλεσε η Γερμανία του 1968, ένα πολιτιστικό σοκ, που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο ρατσισμός, οι συνθήκες αποκλεισμού των ελλήνων μεταναστών από τις γερμανικές αρχές και οι οικτρές συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών εκεί, σε σπίτια που ακόμα παρέμεναν στην κατάσταση των βομβαρδισμών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον έκαναν να αποφασίσει ότι αυτή η χώρα δεν ήταν κατάλληλη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ολοκλήρωσε το τρίμηνο εργασίας του στη Στουτγάρδη και, εγκαταλείποντας τη Γερμανία για να συνεχίσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου στην Ελλάδα, απέκτησε το πρώτο του αυτογεμές με τα χρήματα που κέρδισε εργαζόμενος στο γερμανικό εργοστάσιο. Το αυτογεμές δεν ήταν άλλο από μία BROWNING AUTO 5, που σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο πέρναγε να θαυμάσει στη βιτρίνα γειτονικού γερμανικού οπλοπωλείου.
Δεύτερος σταθμός η Αγγλία
Η εγκατάλειψη της ιδέας των σπουδών στη Γερμανία είχε για τον Ντίνο Παπατσαρούχα το βαρύ τίμημα να πρέπει μέσα σε ένα μόνο χρόνο να αποκτήσει επαφή με την αγγλική γλώσσα, την οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε. Ένα χρόνο αργότερα τα έχει καταφέρει! Βρίσκεται στην πόλη Πόρτσμουθ της Αγγλίας και ξεκινάει τις σπουδές του στο τοπικό Πολυτεχνείο, σπουδάζοντας μηχανολόγος μηχανικός. Την εποχή εκείνη μια εξαιρετικά φιλελεύθερη νομοθεσία γύρω από την οπλοκατοχή κάνει ευρύτατη τη διάδοση των όπλων στην Αγγλία. Επιπλέον, τα όπλα που χαρακτηρίζονταν ως “εκτός δοκιμής” (out of proof) πωλούνταν σε εντελώς εξευτελιστικές τιμές και έτσι ο Ντίνος Παπατσαρούχας μπορεί να αποκτήσει τα πρώτα όπλα της συλλογής του που, λόγω του χαμηλού κόστους τους, του επιτρέπουν, επιπλέον, να ασχοληθεί με το μηχανισμό τους, κάνοντας όποιες βελτιώσεις, μετατροπές ή “ιδιότυπες συντηρήσεις” ήθελε να δοκιμάσει. Την ίδια εποχή αποκτάει τα πρώτα βιβλία οπλουργικής και αρχίζει την έρευνα σε βιβλιοθήκες για πηγές περαιτέρω γνώσεων γύρω από τις οπλοκατασκευές. Τα καλοκαίρια επισκέπτεται την Ελλάδα και θυμάται ακόμα τον έντονο φόβο των επισκέψεων αυτών, λόγω της εδώ δικτατορίας και της δικής του έντονης συνδικαλιστικής δραστηριότητας, ως φοιτητής στην Αγγλία.
Χόμπι και επιστήμη αρχίζουν να ακολουθούν μέσα στο μυαλό του συγκλίνουσες πορείες. Οι γνώσεις του πάνω στη μηχανολογία τον βοηθάνε να κατανοήσει καλύτερα τους μηχανισμούς λειτουργίας των όπλων και να “ονειρευτεί” δικές του ευρεσιτεχνίες και βελτιώσεις. Στο μυαλό του έχει αμέτρητα σχέδια και ιδέες για την κατασκευή της ιδανικής κάννης για λειόκαννο όπλο. Όμως, ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχει περάσει από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να δουλέψει σε κάποια επώνυμη εταιρία όπλων της Αγγλίας.
Καθοριστική συγκυρία
Τις αργίες του και τα όποια ελεύθερα απογεύματα υπήρχαν, συνηθίζει να τις περνάει με πολύωρες επισκέψεις σε ένα μεγάλο οπλοπωλείο του Πόρτσμουθ, της πόλης που σπούδαζε, που ανήκε τότε σε έναν ηλικιωμένο ακροδεξιό και έντονα ρατσιστή Άγγλο, με πολλές και υψηλές γνωριμίες. Εκείνος, γνωρίζοντας τη συνδικαλιστική δράση του Παπατσαρούχα στην Αγγλία, είναι ιδιαίτερα δύσπιστος απέναντί του. Ο οπλοπώλης αυτός, μέσα στις πολλές παράλληλες εμπορικές ασχολίες του, επιδίδεται την εποχή εκείνη και στην εμπορία απενεργοποιημένου πολεμικού υλικού σε αντίστοιχους συλλέκτες. Μία πληροφορία για δύο ελικοφόρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έβγαιναν σε δημοπρασία από το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας στην Ελλάδα, τον υποχρεώνει να ψάξει για κάποιον Έλληνα που θα μπορούσε να του βρει στοιχεία σχετικά με τα δύο αυτά παλιά αεροπλάνα, που ενδιαφερόταν να αγοράσει. Ο Ντίνος Παπατσαρούχας προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και, λόγω της θέσης του πατέρα του (αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας την εποχή εκείνη), πολύ σύντομα του μεταφέρει όλα τα στοιχεία εκείνα που αποδείκνυαν ότι τα αεροπλάνα αυτά έχουν, πλέον, πουληθεί.
Η πραγματοποίηση ενός ονείρου
Ο οπλοπώλης, συγκινημένος από το ανέλπιστο ενδιαφέρον του Παπατσαρούχα (δεν είχε ποτέ πιστέψει ότι ο Ντίνος θα ασχολείτο μαζί του), ανοίγει για πρώτη φορά συζήτηση για τα μελλοντικά σχέδια του Ντίνου. Τον ρωτάει ποιο θα ήταν το σημαντικότερο όνειρό του για τα προσεχή χρόνια. Ο Ντίνος, αντί για απάντηση, τον ρωτάει ποια από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρίες όπλων του κόσμου, την Holland & Holland, την Purdey και την Boss, θεωρεί εκείνος καλύτερη. Ο οπλοπώλης τού απαντά ότι αναμφισβήτητα, σύμφωνα με τις δικές του απόψεις και τα δικά του κριτήρια, η Boss υπερέχει των υπολοίπων εταιριών όπλων και τότε ο Ντίνος Παπατσαρούχας του απαντάει ότι το δικό του όνειρο θα ήταν να εργαστεί κάποτε στη Boss, αλλά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο γιατί γνωρίζει καλά ότι οι μεγάλες εταιρίες όπλων της Αγγλίας δεν δέχονται ποτέ αλλοδαπούς στη δούλεψή τους. Προς μεγάλη του έκπληξη ο οπλοπώλης γυρίζει και του απαντάει ότι την επόμενη Δευτέρα μπορεί να πάει στη Boss και να πιάσει δουλειά. Αυτή είναι η σύντομη ιστορία δύο ανθρώπων από δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους, που η κοινή αγάπη τους για τα όπλα τούς έκανε να βρεθούν πιο κοντά και έγινε η αιτία στο να πιάσει, την επόμενη κιόλας Δευτέρα, ο Ντίνος Παπατσαρούχας δουλειά στη Boss στο Λονδίνο, κάτι που και εκείνος, βέβαια, δεν είχε πιστέψει όταν του το ανακοίνωνε ο οπλοπώλης.
Ένας Έλληνας στα άδυτα της Boss
Παρά την ακραία και σημαντική εξαίρεση που έγινε για τον ίδιο, χωρίς ποτέ να μάθει τις λεπτομέρειες και τα παραλειπόμενά της ο Ντίνος Παπατσαρούχας, η Boss, όπως και όλες οι μεγάλες εταιρίες της Αγγλίας την εποχή εκείνη, θεωρείτο ως χώρος “εργαζομένων σε ιδιαίτερα κλειστό επάγγελμα”. Όσοι εργάζονταν εκεί ήταν κατά κανόνα γιοι ή ανιψιοί παλιότερων εργαζόμενων της εταιρίας και σε σπανιότερες περιπτώσεις παλιότερων οπλουργών που μπορεί να είχαν δουλέψει σε άλλες αντίστοιχου βεληνεκούς εταιρίες. Αρχικά, ο Ντίνος Παπατσαρούχας είχε όνειρο να δουλέψει εκεί ως κατασκευαστής καννών (barell maker), γιατί φανταζόταν ότι κάτι τέτοιο θα του έδινε τη δυνατότητα να δοκιμάσει και τις ιδέες που είχε για την κατασκευή της τέλειας κάννης. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ήταν εφικτό, γιατί οι θέσεις εργασίας στη Boss ήταν δεδομένες και η ιεραρχία αυστηρή και άκαμπτη.
Την εποχή εκείνη ο πρώτος τη τάξει στην εταιρία ήταν ο 75χρονος Bill Wise, που είχε τον τίτλο του “gun maker” (οπλοκατασκευαστή), έναν τίτλο που στα περιοδικά και τα βιβλία των οπλόφιλων συναντάμε συνήθως ως “shop manager”. Ο Bill δούλευε 61 χρόνια στις οπλοκατασκευές, από ηλικία 14 χρονών και πάντα στη Boss. Ο Ντίνος Παπατσαρούχας τον θυμάται ως έναν αντιφατικό, ιδιόρρυθμο άνθρωπο, που ενώ οι ικανότητές του ξεπέρναγαν τα ανθρώπινα όρια, ενώ θαυματουργούσε μέσα σε δευτερόλεπτα όποτε έπιανε στα χέρια του τη λίμα, παράλληλα ήταν ιδιαίτερα στρυφνός, αυστηρός και απότομος με όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους. Το αποτέλεσμα; Δεν μπόρεσε ποτέ του να έχει καλές σχέσεις με κανέναν μέσα στην εταιρία και όταν αποχωρούσε, νωρίτερα συνήθως από τους υπόλοιπους, ένας αναστεναγμός ανακούφισης έβγαινε από όλους τους τεχνίτες της Boss. Παρ΄ όλα αυτά αρκούσαν λίγες κινήσεις του με τη λίμα για να κάνει δύο κομμάτια μετάλλου να εφορμόσουν μεταξύ τους τόσο τέλεια, που ακουμπώντας να μην υπάρχει ίχνος αέρα ανάμεσά τους.
Ο πρώτος δάσκαλος
Ο δεύτερος στην ιεραρχία της Boss ήταν την εποχή εκείνη ο “assistant manager”, Mike Hoad που, έχοντας πολύ νεότερη ηλικία (περίπου 40 ετών), υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλος του Ντίνου Παπατσαρούχα. Και εκείνος ήταν από μικρό παιδί στη δουλειά και αποτελούσε στην κυριολεξία την ψυχή της εταιρίας την περίοδο εκείνη. Η ειδίκευσή του στην εταιρία ήταν οι μηχανισμοί των όπλων και κατασκεύαζε εξ’ ολοκλήρου μόνος του το περίφημο, μέχρι τις μέρες μας, μονοσκάνδαλο σύστημα λειτουργίας των όπλων Boss. Επιπλέον, είχε τη γενική εποπτεία όλης της βιοτεχνίας. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο κατασκευαστής των καννών (chief barell maker) που κατασκεύαζε ό,τι αφορούσε τις κάννες, μαζί με το βοηθό του. Επιπλέον, στην εταιρία δούλευε ο κοντακάς (stocker), που η σωστή ονομασία του στις εταιρίες χειροποίητων όπλων της Αγγλίας είναι “stocker end screwer”, γιατί εκτός από τον ξυστό (πάπια) και το κοντάκι του όπλου, στην εργασία του ανήκει και η κατασκευή οποιασδήποτε βίδας έρχεται σε επαφή με ξύλινο τμήμα του όπλου. Οι ψάθες και η στιλπνή βαφή λινελαίου εννοείται ότι αποτελούν, επίσης, δική του δικαιοδοσία. Ο άνθρωπος αυτός δούλευε τα χρόνια εκείνα με το βοηθό του, χρησιμοποιώντας έναν ποδοκίνητο (μη ηλεκτρικό) τόρνο των αρχών του 19ου αιώνα.
Στην κατασκευή των μηχανισμών των όπλων δούλευε ο δάσκαλος του Ντίνου Παπατσαρούχα, ο ίδιος ο Παπατσαρούχας και άλλοι δύο τεχνίτες, εκ των οποίων ο ένας ήταν γλύπτης και χρησιμοποιούσε με εξαιρετική δεξιοτεχνία τα κοπτικά εργαλεία, φτιάχνοντας ανάμεσα σε άλλα και τις άνω σφαιρικές διαμορφώσεις της μπάσκουλας που βρίσκονται ακριβώς πίσω από τις κάννες. Το προσωπικό της εταιρίας συμπλήρωνε ένας γέρος μηχανουργός που είχε χάσει το ένα του πόδι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ασχολείτο κυρίως με την τεράστια φρέζα της εταιρίας.
Τσιγκουνευόταν και το χαρτί υγείας!
Μια πραγματική έκπληξη για το νεαρό τότε Ντίνο Παπατσαρούχα αποτέλεσε η απότομη επαφή του με τις ιδιόρρυθμες συνήθειες και τα “κολλήματα” των παλιών, παραδοσιακών άγγλων οπλουργών. Για παράδειγμα, ο γερο – μηχανουργός, που μόλις αναφέραμε, διακρινόταν στην εταιρία για την εξαιρετική τσιγκουνιά του. Η τσιγκουνιά του ήταν εκείνη που τον έκανε κάθε βδομάδα, που έπρεπε να μεταφέρει τα όπλα που τελείωναν από επισκευές στην “Τράπεζα Δοκιμών”, να πηγαίνει με το μετρό αντί με ταξί και αφού κατανάλωνε απίστευτες ποσότητες μπίρας σε ένα μπαρ που βρισκόταν κοντά στην εταιρία, επέστρεφε έτοιμος να τσακωθεί με όλους, γιατί υποτίθεται πως κάποια σπατάλη έκαναν στην εταιρία. Ο ίδιος υπήρξε μέτοχος της Boss τα χρόνια εκείνα, αλλά η τσιγκουνιά του τον έκανε να κρύβει το χαρτί υγείας και όποτε κάποιος από τους εργαζόμενους ήθελε να πάει στην τουαλέτα έπρεπε προηγουμένως να ακούσει την προσωπική επίθεση του γέρου, ανάπηρου οπλουργού, ότι “τα κρατάτε όλοι σας από το σπίτι σας για να μου καταναλώνετε εμένα το χαρτί υγείας”. Ο Ντίνος θυμάται και άλλες πολλές αστείες ιστορίες με τους ανθρώπους της εξαίρετης αυτής φίρμας όπλων, αλλά αυτές δεν ήταν που τον εντυπωσίασαν περισσότερο.
Καθημερινή τελετουργία
Μεγαλύτερη εντύπωση τού έκανε ο τρόπος που εργάζονταν οι τεχνίτες της Boss στο ωράριό τους. Η δουλειά ξεκίναγε στις 7. 30 το πρωί. Στις 9. 00 υπήρχε διάλειμμα για τσάι, το οποίο έφτιαχνε ο νεότερος στην ηλικία εργαζόμενος που ήταν τότε ο βοηθός του κοντακά. Το τσάι καταναλωνόταν σε κούπες μεγέθους “μικρής κολυμπήθρας”, ενώ για την παρασκευή του χρησιμοποιείτο ως αναδευτήρας η λίμα των μετάλλων! Το μεσημέρι στη 1. 00 υπήρχε διάλειμμα μιας ώρας. Όλοι οι εργαζόμενοι τραβούσαν κάτω από τον πάγκο ένα μικρό σκαμνάκι και οι παλιότεροι από αυτούς συνήθιζαν να τηγανίζουν αβγά με μπέικον μέσα σε λάδι από οπλές ιπποειδών και βοοειδών (ποδέλαιο), το ίδιο λάδι, δηλαδή, που χρησιμοποιούν για να βουτάνε τα πυρακτωμένα κομμάτια μετάλλου, προκειμένου να επιτύχουν τη σκλήρυνσή τους. Η διαδικασία του μαγειρέματος και του φαγητού γινόταν σε χρόνους που ο Ντίνος Παπατσαρούχας χαρακτηρίζει “ειλικρινά απίστευτα γρήγορους” και στη συνέχεια όλοι γύριζαν πάνω στο σκαμνάκι τους, ακουμπούσαν ένα μικρό μαξιλάρι πάνω στη μέγγενη και σε κλάσματα δευτερολέπτου είχαν αποκοιμηθεί. Μία ώρα αργότερα που το διάλειμμα του μεσημεριού τελείωνε, θυμάται ο Ντίνος Παπατσαρούχας, σαν να χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμαόλους τους παλιούς τεχνίτες της εταιρίας, οι οποίοι πεταγόντουσταν από τον ύπνο τους και συνέχιζαν να λιμάρουν σαν να μην είχαν σταματήσει ποτέ για διάλειμμα. Το σχόλασμα ερχόταν στις 5. 00 το απόγευμα.
Η δοκιμασία της μύησης
Η μυστικοπάθεια των οπλουργών της εποχής εκείνης ήταν τέτοια που αν οποιοσδήποτε έμπαινε μέσα στο χώρο του εργοστασίου, σε ώρα λειτουργίας, υποχρεώνονταν όλοι να αφήνουν αμέσως κάτω οποιοδήποτε εργαλείο κρατούσαν εκείνη την ώρα στα χέρια τους. Στη Boss, όπως και στις περισσότερες μεγάλες εταιρίες της εποχής εκείνης στην Αγγλία, θεωρείτο πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς καλά τη χρήση των εργαλείων χειρός. Και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού η αξία ενός χειροποίητου όπλου δεν προκύπτει από την ποιότητα και το κόστος των πρώτων υλών, αλλά κυρίως από τις αμέτρητες εργατώρες που απαιτούνται για την κατασκευή ενός τέτοιου όπλου.
Μια σχετική ψυχρολουσία πήρε ο Ντίνος Παπατσαρούχας την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά στην εταιρία. Ο πρωτομάστορας, που αποτέλεσε και τον πρώτο του δάσκαλο στις οπλοκατασκευές, τον ρώτησε αν ξέρει να χρησιμοποιεί τη σέγα (σιδεροπρίονο). Εκείνος απάντησε καταφατικά και τότε του έδωσε τη σέγα για να κόψει ένα κομμάτι σίδερο. Στην τρίτη κίνηση του χεριού του και χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ο “assistant”, από τον ήχο και μόνο κατάλαβε ότι ο Ντίνος Παπατσαρούχας κρατούσε τη σέγα και με τα δύο χέρια, βάζοντας ισορροπημένη δύναμη κατά τη διάρκεια της χρήσης της. Του είπε κοφτά ότι δεν έχει ιδέα από τη χρήση της σέγας και τις επόμενες 7 μέρες ο Ντίνος έκοβε ασταμάτητα μικρά κομματάκια από σίδερο, που θα χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του μπροστινού μεταλλικού τμήματος της πάπιας. Έτσι, σύμφωνα με τη γνώμη του “προϊσταμένου” του, θα μάθαινε ότι το αριστερό χέρι χρησιμοποιείται μόνο με τον αντίχειρα για να καθοδηγεί τη σέγα, ενώ η δύναμη μπαίνει μόνο στο πίσω μέρος, από το δεξιό χέρι.
Δοκιμασίας συνέχεια…
Μία άλλη δοκιμασία, που πέρναγε όποιος έπιανε δουλειά στη Boss τα χρόνια εκείνα, ήταν να κατασκευάσει μόνος του όλα τα μη αναλώσιμα εργαλεία χειρός. Το κοπίδι, το σφυρί, το κατσαβίδι, ο σφιγκτήρας που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση και την επανατοποθέτηση του ελατηρίου στο μηχανισμό του όπλου και όλα τα υπόλοιπα εργαλεία χειρός, που δεν αποτελούν αναλώσιμα αντικείμενα, όπως οι λίμες και οι λάμες των πριονιών, έπρεπε να κατασκευαστούν με τη λίμα στο χέρι ή να αγοραστούν έτοιμα με επιβάρυνση του εργαζόμενου, κάτι που όμως δεν θα έκανε καθόλου καλή εντύπωση, αν συνέβαινε, στους προϊσταμένους του. Εξάλλου, η κατασκευή των εργαλείων με τη λίμα αποτελούσε και την πρώτη ουσιαστική άσκηση των “νεοφώτιστων”.
Όταν ο Ντίνος Παπατσαρούχας μπήκε πια στους ρυθμούς δουλειάς και στο πνεύμα της εταιρίας, ασχολήθηκε με την κατασκευή και εφαρμογή αυτόματων εξολκέων, με την κατασκευή και εφαρμογή μεταλλικού τμήματος της πάπιας στην πάπια, με την εφαρμογή καννών – μπάσκουλας (ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα δουλειάς στις οπλοκατασκευές) και με την εφαρμογή της πάπιας στις κάννες.
Συνεχίζεται με την επιστροφή του στην Ελλάδα…