Περί Αγερικών η κουβέντα…

Του κυρ Γιάννη

 

Εντός ή εκτός της Βάρης, οι κυνηγετικές εξορμήσεις της όμορφης παρέας του κυρ Γιάννη, εδώ και πενήντα χρόνια, άλλοτε συγκινούν, άλλοτε διασκεδάζουν και άλλοτε θα σας κάνουν να κλαίτε από τα γέλια.

Ήταν η δεκαετία του ’60 στο τέλος της. Τα οικονομικά είχαν βελτιωθεί πολύ. Το βιοτικό επίπεδο είχε ανέβει κατακόρυφα και δεν είχε καμία σχέση με τις πείνες της δεκαετίας του ’50. Στο χωριό μου είχε έλθει το φως, το νερό, το τηλέφωνο και είχε αλλάξει η ζωή μας. Έγιναν δυο φούρνοι στην περιοχή και σταμάτησε να ζυμώνει κάθε δέκα μέρες η μακαρίτισσα η μάνα μου. Το ψωμί ήταν φρέσκο, ήρθε το χαρτί υγείας, η εξέλιξη, ήρθαν και τα κυνήγια εκτός Βάρης.

 

Στο “καταφύγιο” του Στουλή

Ο αδελφός της μάνας μου, ο θείος Κώστας (Στουλής το παρατσούκλι του) έκανε την αρχή και έφτιαξε ένα παράνομο σπίτι στη Τζια. Μετά έγινε μόδα και πολλοί Βαριώτες έχτισαν σπίτι στο νησί. Εμάς, μας τράβηξε εκεί το άφθονο κυνήγι. Πολλοί λαγοί, πολλές πέρδικες, λίγα ορτύκια και τρυγόνια το Σεπτέμβρη, αρκετές μπεκάτσες το χειμώνα. Εκεί, στο σπίτι του μακαρίτη του Στουλή, ήταν το καταφύγιο καμιάς δεκαριάς κυνηγών. Χωρίς φως, χωρίς νερό, χωρίς τηλέφωνο.

Ήταν το τέλος Σεπτέμβρη, όταν μετά από πολύ φαΐ, πάρα πολύ κρασί και πολύ γέλιο στη βεράντα αυτού του σπιτιού, βγήκε η απόφαση. Ο συμπέθερος, ο Πλαστηράκης, μακαρίτης σήμερα, ο πεθερός του άλλου θείου μου (Βενιαμίν το καλλιτεχνικό του), εξέδωσε τη διαταγή: “Γιάννη, Παναγιώτη. Γιάννη πάρε εσύ το φακό κι εσύ Παναγιώτη το φραγκότ. Πηγαίνετε δρόμο-δρόμο, σιγά-σιγά πέρα στη γωνία στο αλώνι. Ρίξε εσύ Γιάννη το φακό και θα δείτε 2-3 λαγούς. Τουφέκισε εσύ Παναγιώτη τον ένα και θα τον κάνουμε στο τηγάνι τώρα”.

 

Αντιμέτωποι με το “μαύρο” αγερικό…

Θείος και ανιψιός πηγαίναμε με καμάρι να εκτελέσουμε την καταδρομική ενέργεια. Φεγγάρι δεν είχε, ήταν πίσσα σκοτάδι. Είχαμε συνεννοηθεί και πηγαίναμε αθόρυβα, πλάι-πλάι, να κάνουμε τον αιφνιδιασμό στους λαγούς, στο αλώνι που ήταν περίπου 500 μέτρα απ’ το σπίτι. Θέλαμε καμιά εκατοστή μέτρα να φτάσουμε, όταν πάθαμε την πλάκα της ζωής μας. Στη μέση του δρόμου τρακάραμε με έναν μαύρο όγκο που δεν είχαμε αντιληφθεί. Ο όγκος τρόμαξε, μούγκρισε και σάλταρε. Εγώ κι ο θείος Νότης, ο Βενιαμίν, όχι κατουρηθήκαμε, όχι χεστήκαμε, αλλά αφού δεν πεθάναμε θαύμα είναι. Έκανα άλμα σίγουρα μεγαλύτερο από τα άλματα που έκανε ο Παπανικολάου στο επί κοντώ. Βρέθηκα ανάσκελα χωρίς το φακό πάνω σε ένα ξελαφτό, ασπάλαθο. Σηκώνομαι, ανάβω τον αναπτήρα και ψάχνω το θείο. Ήταν ανάσκελα στη μέση του δρόμου, με ανοιγμένα τα χέρια και τα πόδια, το δε κεφάλι του ήταν ακριβώς πάνω στην κοπριά του μοσχαριού που μας είχε κάνει τη ζημιά. Άνοιγε το ένα μάτι, σήκωνε λίγο το κεφάλι, μου έλεγε “αγερικά, αγερικά” και έπεφτε ξανά κάτω. Τρόμαξα να τον σηκώσω. Τα πολλά μαλλιά του, σαν σφουγγαρίστρα, μέσα στην κοπριά. Βρήκαμε το φραγκότ, παρατήσαμε το φακό και γυρίσαμε σαν βρεγμένες γάτες. Εγώ έλεγα “τι ήταν αυτό που πάθαμε” και ο θείος απαντούσε “Αγερικά, αγερικά”. “Τι αγερικά, ρε μπάρμπα; Το μοσχάρι του Γιώργου ήταν”. “Όχι, αγερικά ρε, αγερικά”.

 

Απ’ το “δούλεμα”, στα άγια

Πλησιάζαμε στο σπίτι όταν όλοι στη βεράντα μας περίμεναν. Ακούω το συμπέθερο να λέει: “Τι σας είπα; Δεν τον τουφέκισαν καθόλου. Τον έπιασαν ζωντανό. Μόλις του έριξαν το φακό, μούλωξε. Δεν σας το είπα;”.

Φως είχαμε με λάμπες λουξ. Εγώ γυμνός χωρίς φανέλα και πουκάμισο, ο θείος μέσα στην κοπριά. Τους έπιασε όλους ένα γέλιο νευρικό, κλαίγανε και ρωτούσανε τι έγινε.

Ο μπάρμπας, κίτρινος σαν λεμόνι, κολλημένος εκεί. “Αγερικά ρε, αγερικά.” Το τι δούλεμα μας έκαναν δεν λέγεται. Η θεία Σούλα έβαλε ξύλα στο τζάκι, την πυροστιά, το καζάνι και μας έβγαλε τρεις κουβάδες νερό από τη στέρνα. Έκανε μπάνιο το θείο και αυτός ξένοιασε.

Ξυπνάω πρωί-πρωί να πάω να πάρω το φακό και βλέπω τη θεία Σούλα όρθια. “Καλημέρα θεία, τι έγινε;”. “Άστα, ο θείος σου όλη τη νύχτα αναστέναζε. Τώρα θα τον ξυπνήσω να πάμε στη χώρα, στην εκκλησία. Θα τον ρίξω στα άγια”. Και πήγανε και ξένοιασαν.

 

Τα γιατροσόφια του πατέρα

Εγώ υπέφερα 40-50 μέρες. Η πλάτη ήταν πρησμένη σαν τον κώλο της μαϊμούς, λες και με τουφέκισαν με διασποράς. Η μακαρίτισσα η μάνα μου είχε σπασμένα τα νύχια απ’ τη δουλειά και πήγα στη Γλυφάδα και αγόρασα ένα τσιμπιδάκι. Κάθε τόσο τα έστυβε η καημένη και έβγαζε και κανένα ξύλο. Είχα και τον μακαρίτη τον αγράμματο πατέρα μου, φανατικό με τα βότανα και την πρακτική ιατρική. Με τρέλανε. “Κατούρημα θέλουνε ρε, κατούρημα. Αλλιώς δεν βγαίνουνε με τίποτα. Βάλε την αρραβωνιάρα να στα κατουρήσει”. Είχα απελπιστεί, ρε παιδιά. Μα τον Θεό, παραλίγο θα έβαζα την αρραβωνιάρα να μου κατουρήσει τη πλάτη. Λαγό στο τηγάνι δεν θέλαμε; Καλά να πάθουμε…

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top