Ένα οδοιπορικό στις κορυφές του Μενοίκιου όρους, παρέα με τους κυνηγούς αγριογούρουνου του χωριού. Ποτέ δεν είχα πάει στη Δράμα…
Η Δράμα για μένα ήταν ένας τόπος μαγικός. Το Καρά ντερέ, το αρκουδόρεμα, το 1500 ήταν η κυνηγετική μου… Μέκκα. Δυστυχώς όμως, όποτε κανόνιζα την πολυπόθητη εξόρμηση πάντα την τελευταία στιγμή κάτι δεν πήγαινε καλά και τελικά ακυρωνόταν. Αυτήν τη φορά όμως, η τύχη ήταν με το μέρος μας. Μας είχαν καλέσει φίλοι από τη Μικρόπολη Δράμας για κυνήγι αγριογούρουνου στο Μενοίκιο. Έτσι, αφού προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα για τη διαμονή και το φαγητό μας, μαζί με το φίλο μου Χρήστο Ανδρεάδη, ξεκινήσαμε Παρασκευή απόγευμα το ταξίδι μας.
Μετά από περίπου μια ώρα διαδρομή με τον Ιβάν, το niva μου, φτάσαμε στο χωριό Άγιο Πνεύμα του νομού Σερρών. Κάπου εκεί αφήσαμε την άσφαλτο και ξεκίνησε ο χωματόδρομος και η ανάβαση στο βουνό. Στην αρχή κυριαρχούσε το πουρνάρι, όσο όμως ανηφορίζαμε, τη θέση του έπαιρνε η βελανιδιά. Απότομες και βαθιές χαράδρες άρχισαν να σχηματίζονται και σιγά σιγά το βουνό άρχισε να «κλείνει». Μετά από αρκετά χιλιόμετρα μπήκαμε στο βασίλειο της οξιάς. Τεράστια δέντρα με μεγάλο ύψος και περίπλοκες ρίζες κυριαρχούσαν στο τοπίο. Από κάτω ένα παχύ στρώμα με φύλλα και πολλά ρεματάκια γεμάτα νερά. Ήταν μια μαγεία εκείνο το δάσος.
Στην καλύβα
Είχε πια σουρουπώσει όταν φτάσαμε στην καλύβα που θα μέναμε σε υψόμετρο γύρω στα 1100 μέτρα. Το μικρό ξύλινο σπιτάκι που είχε όλες τις ανέσεις, βρίσκονταν στην κορυφή ενός λόφου από όπου μπορούσες να δεις όλα τα χωριά του κάμπου και στο βάθος τη Δράμα και τη Θάσο. Εκεί μας περίμεναν ο Ανέστης και ο Χρήστος που αν και το χωριό τους, η Μικρόπολη, ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά, προτίμησαν να μας κάνουν παρέα και να περάσουν μαζί μας το βράδυ. Το τζάκι σιγόκαιγε τα ξύλα, τα πρόσωπα ζεστάθηκαν και τα πρώτα τσίπουρα μαζί με τους μεζέδες βγήκαν στο τραπέζι. Η κούραση του ταξιδιού έφυγε όταν αρχίσαμε τις συζητήσεις για τα κυνήγια και τα τερτίπια των γουρουνιών. Ήταν μια πανέμορφη βραδιά.
Άγρια άλογα
Το πρωί, η ανατολή του ηλίου πίσω από τα βουνά της Δράμας, έβαψε με όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου τον ουρανό. Και ενώ πίναμε τον πρωινό καφέ μας, έφτασε και η υπόλοιπη παρέα από το χωριό και αφού χωριστήκαμε ξεκινήσαμε να κόψουμε για πατήματα. Στο δρόμο με περίμενε ακόμη μια ακόμη έκπληξη. Σε ένα τεράστιο οροπέδιο, λίγο κάτω από την κορυφή του Μενοίκιου, βοσκούσε ένα κοπάδι άγρια άλογα. Όπως μου εξήγησαν, οι χωρικοί είχαν αφήσει στο παρελθόν ελεύθερα κάποια άλογα και αυτά σιγά σιγά με τα χρόνια πολλαπλασιάστηκαν (γύρω στα 300) και αγρίεψαν. Όταν θέλησα να τα πλησιάσω για να τα φωτογραφήσω, τα άλογα τρόμαξαν και άρχισαν να τρέχουν. Ένας μικρός σεισμός ταρακούνησε το βουνό από τον καλπασμό των 300 αλόγων.
Στο ρέμα της αρκούδας
Όταν βρεθήκαμε πάλι, ο Ανέστης είχε βρει ένα κοπάδι γουρούνια να μπαίνουν σε μια βαθιά χαράδρα. Από εκεί θα γινόταν η παγάνα και τα καρτέρια θα μοιραζόντουσαν σε δυο ομάδες. Η μια θα έπιανε το βουβό δρόμο κάτω από τη χαράδρα και η άλλη την πλαγιά της αρκούδας. Εκεί, κατάλαβα ότι όλοι προτιμούσαν να πάνε στο δρόμο και όχι στην πλαγιά. Όταν τελικά ξεκίνησα για την αρκούδα κατάλαβα το λόγο. Η πλαγιά ήταν γεμάτη βράχια και τόσο απότομη, που αν έπεφτες δε θα έμενε κόκαλο στη θέση του. Όταν έφτασε και ο τελευταίος και πήραμε τις θέσεις μας στα καρτέρια, ο Ανέστης, που είχε ήδη μπει στο δάσος, είδε τα γουρούνια που σηκώθηκαν μόνα τους. «Τα βλέπω, τα βλέπω, είναι καμιά 20αριά γουρούνια και πάνε γραμμή το ένα πίσω από το άλλο. Τέρμα οι κουβέντες», είπε και όλοι κρατήσαμε ακόμη και την ανάσα μας. Εγώ, έσκαψα λίγο το χώμα για να μην πατάω στα φύλλα και κάνω θόρυβο αν έπρεπε να κάνω κανένα βήμα και περίμενα.
Ένας κουβάς ιδρώτας
Από κάτω μου βαθιά μέσα στο ρέμα, τα σκυλιά κυνηγούσαν. Ξαφνικά ένα σύρσιμο στα φύλλα και ένα χτύπημα από βήματα ακούστηκε. Η αδρεναλίνη στα ύψη. Όχι άδικα, δεν συναντάς κάθε μέρα 20 γουρούνια. Τα πόδια μου τρέμανε από την ένταση της στιγμής. Κλαδιά σπάνε και ο ήχος των βημάτων δυναμώνει. Έρχονται! Ξαφνικά ένα ζαρκάδι πετάγεται και τρέχει ίσα προς τα πάνω μου. Δεν πατούσε στη γη, πετούσε! Ήρθε στα πέντε μέτρα από μένα όταν με είδε και άλλαξε πορεία τρέχοντας προς τον κατήφορο. Μια οξιά είχε πέσει και είχε σταθεί κανένα μέτρο από το έδαφος. Το ζαρκάδι με ένα σάλτο πήδηξε πάνω από το πεσμένο δέντρο με μεγάλη άνεση και λίγο παρακάτω σταμάτησε για να ακούσει. Απίστευτο θέαμα. Τελικά τα γουρούνια πέρασαν λίγο πιο κάτω από το τελευταίο καρτέρι και έφυγαν. Δεν ήμασταν τυχεροί σήμερα. Το θέαμα όμως του ζαρκαδιού, που προφανώς τρόμαξε από τα γουρούνια και έτρεχε μέσα στο δάσος αποζημίωσε την απογοήτευση της ημέρας που λίγο αργότερα άρχισε να φεύγει.
Στην κορυφή
Το επόμενο πρωί βρήκαμε ένα πολύ μεγάλο ζώο να κόβει το δρόμο και να μπαίνει στο Ορματζίκι, μια μεγάλη πυκνή και πολύ απότομη χαράδρα, λίγο κάτω από την κορυφή του Μενοίκιου. Τα καρτέρια στήθηκαν στο δρόμο από κάτω και στην πλαγιά που φεύγει για τα βουνά της Βροντούς. Πρώτη φορά κυνήγησα τόσο ψηλά. Τα σύννεφα ήταν χαμηλότερα. Αν έβλεπες κάτω νόμιζες ότι ήσουν σε αεροπλάνο. Απέναντι το Φαλακρό, πιο πάνω τα βουνά της Δράμας και πίσω μου τα βουνά της Βροντούς.
Τα σκυλιά λύθηκαν στο πάτημα πάνω στο δρόμο και δεν άργησαν να βρούνε το γουρούνι απέναντί μου μέσα σε ένα μεγάλο ρέμα. Πάνω από μια ώρα τα σκυλιά έκαναν στάμπα. Για να πάει όμως άνθρωπος εκεί ήθελε… ελικόπτερο. Οι σφαίρες που έπεφταν από πάνω δεν σήκωσαν το μεγάλο ζώο και τελικά μετά από αρκετή ώρα τα σκυλιά βγήκαν πάλι πίσω. Τα μαζέψαμε και φύγαμε. Όπως μου είπαν τα παιδιά αργότερα, πολλά σκυλιά τους έχουν χτυπηθεί έτσι. Αν δεν μπορεί να φτάσει κάποιος κοντά και να σηκώσει το γουρούνι, μετά από πολύ ώρα στάμπα το ζώο ενοχλείται και επιτίθεται στα σκυλιά. Κάπου εκεί τελείωσε και η δεύτερη μέρα.
«Το κυνήγι θα έρθει να σε βρει»
Γυρίσαμε στη καλύβα να μαζέψουμε τα πράγματα και να φύγουμε. Μπορεί να μη χτυπήσαμε κανένα αγριογούρουνο αλλά περάσαμε πολύ όμορφα. Άλλωστε όπως μου είπε και ο μπάρμπα Κώτσος «Το κυνήγι είναι να ανέβεις στο βουνό και να το αγαπήσεις. Τα θηράματα θα έρθουν μετά να σε βρουν» και συνέχισε «σήμερα είμαι 71 χρονών. Γεννήθηκα στη Μικρόπολη της Δράμας και από το 1950 κυνηγάω σε αυτά τα βουνά. Το 1966 έβγαλα την πρώτη μου κυνηγετική άδεια και κυνηγούσα με τους παλιούς κυνηγούς του χωριού. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε πολλά γουρούνια στο βουνό. Από κανένα άμα βρίσκαμε. Έτσι κυνηγούσαμε λαγούς και πουλιά. Σε όλα αυτά τα χρόνια –δεν θέλω να παινεύομαι- έχω χτυπήσει πολλά κυνήγια. Το κυνήγι εγώ το έχω ευχαριστηθεί στη ζωή μου» λέει ο μπάρμπα Κώτσος και συμπλήρωσε. «Ακόμη και σήμερα όμως μετά από τόσα χρόνια στο βουνό, η λαχτάρα μου για το κυνήγι είναι ίδια από τότε που ήμουν παιδί. Τόσο πολύ μου αρέσει. Κι’ αν τα χρόνια βάρυναν τα ποδάρια αν το βάλω πείσμα, μέχρι την κορυφή θα ανέβω για να κυνηγήσω»
Δύναμη ψυχής
Αυτό το πείσμα και την αγάπη για το κυνήγι, το βουνό και τα αγρίμια του, που περιγράφει πιο πάνω ο μπάρμπα Κώτσος, το έκανε δύναμη ψυχής ο Μιχάλης Βουγιουκλής. «Το 2002 είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο και δυστυχώς από τότε δεν μπορώ να περπατήσω. Αυτή όμως η κατάσταση δεν με εμπόδισε να συνεχίσω το κυνήγι. Έτσι μετά από ένα χρόνο, δηλαδή από 2003 και μέχρι σήμερα, ανεβαίνω στο βουνό με το καρότσι μου σε κάθε κυνηγετική εξόρμηση της παρέας μου. Για πείσμα της μοίρας μου, είτε βρέξει, είτε χιονίσει εγώ στο βουνό θα ανέβω, δε θα με σταματήσει τίποτε. Μου αρέσει η ‘’ταλαιπωρία’’ του κυνηγιού.
Να ανεβαίνω στο βουνό και να κυνηγάω αγριογούρουνα από τη νύχτα, στη νύχτα. Κυνηγάω αγριογούρουνα από το 1987. Έχω πάθος με αυτό το κυνήγι και δε με συγκινεί κανένα άλλο θήραμα όσο το αγριογούρουνο. Πριν την έναρξη και μετά τη λήξη της κυνηγετικής περιόδου του αγριόχοιρου δεν πηγαίνω καθόλου στο κυνήγι. Ούτε για τρυγόνια στην έναρξη, ούτε για φάσες στη λήξη.» Ο Μιχάλης όπως και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας, με το πρώτο φως της ημέρας ξεκινάει να ‘’κόβει’’ για τα πατήματα των γουρουνιών και όταν αυτό ολοκληρωθεί παίρνει τη θέση του στα καρτέρια. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που τα γουρούνια… υποκλίθηκαν στο όπλο του.
Το περασμένο Σάββατο
Λίγες μέρες πριν η παρέα κατάφερε να χτυπήσει ένα πολύ μεγάλο κάπρο. Όπως είπε στο «Κ&Φ» ο Χρήστος Νασιούδης «Ήταν τέλη Οκτωβρίου και ο καιρός ακόμη ήταν καλός. Το βράδυ έκανε παγωνιές και έπεφτε πάχνη, αλλά το πρωί όταν έβγαινε ο ήλιος η μέρα ήταν πολύ καλή. Αφού ήπιαμε τον πρωινό καφέ μας ξεκινήσαμε για να κόψουμε πατήματα. Μετά από καμιά ώρα η παρέα συναντήθηκε στο σταυροδρόμι και μετά από ένα μικρό συμβούλιο, ο Ανέστης, αφού μας άκουσε όλους, αποφάσισε να λύσουμε τα σκυλιά στα πατήματα από δύο γουρούνια που βρήκαμε λίγο πάνω από τη λίμνη. Υπολογίζαμε ότι τα ζώα κοιμόταν μέσα στα πουρνάρια που υπάρχουν σε εκείνη την περιοχή. Έτσι μετά από λίγη ώρα, τα καρτέρια είχαν πάει στις θέσεις τους και Ανέστης έλυνε τον Πάλιακ, στα πατήματα των γουρουνιών» είπε ο Χρήστος και συνέχισε.
«Ο Πάλιακ, ένα έμπειρο γουρουνόσκυλο με μεγάλο βιογραφικό και πολλές επιτυχίες, δεν άργησε να πιάσει το ντορό γαβγίζοντας δυνατά. Μετά από μια πλαγιά ο Πάλιακ μπήκε στο πουρνάρι και αμέσως πήγε στο γιατάκι. Τα ζώα σηκώθηκαν, από πίσω ο Ανέστης με σφαίρες τα έδινε πορεία και μετά από λίγο βγήκαν στα καρτέρια. Το πρώτο γουρούνι γύρω στα 40 κιλά έπεσε στον τόπο. Το δεύτερο όμως δεν έλεγε να βγει μέσα από τα πουρνάρια».
«Έμπαινες με ρούχα και έβγαινες… γυμνός»
Ο Ανέστης συνέχισε την παγάνα πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο το σκυλί που έμεινε μέσα και έκανε στάμπα τον μεγάλο κάπρο. Από πίσω λύθηκε και άλλο σκυλί για να βοηθήσει τον Πάλιακ αλλά το γουρούνι δεν κουνιόταν από τη θέση του. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε να μπούμε μέσα στο πουρνάρι, γιατί είχαμε αρχίσει να φοβόμαστε μήπως μετά από τόση ώρα, ο κάπρος επιτεθεί στα σκυλιά. Έτσι και έγινε. Δύο άτομα μπήκαν μέσα στο πουρνάρι για καρτέρια σε πιο κοντινά σημεία και από πίσω ο Ανέστης ανέλαβε να πάει στο γουρούνι. Το πουρνάρι όμως ήταν πολύ πυκνό και κάθε βήμα γινόταν πολύ δύσκολα.
Φτάνοντας στα τελευταία δέκα μέτρα από το σκύλο άρχισε να κάνει παγάνα φωνάζοντας δυνατά και ρίχνοντας πολλές σφαίρες. Ο κάπρος όμως δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. Ξαφνικά το γουρούνι αντί να τρομάξει και να φύγει στα καρτέρια πήρε φόρα και επιτέθηκε στον Ανέστη, ο οποίος κράτησε την ψυχραιμία του και με δύο σφαίρες σκότωσε το μεγάλο καπρί λίγα βήματα μπροστά του. Το γουρούνι ήταν γύρω στα 70-80 κιλά.
Με συνείδηση και ευθύνη
Η παρέα της Μικρόπολης κυνηγάει στο Μενοίκιο για πάνω από 30 χρόνια και αποτελείται από κατοίκους του χωριού. Οι μεγαλύτεροι με τα χρόνια αποσύρονται και τη θέση τους παίρνουν νέα παιδιά. Έτσι μαζί με τις γνώσεις του κυνηγιού, οι μεγαλύτεροι δείχνουν στους νέους και την ευθύνη που έχουν για την προστασία του περιβάλλοντος και τη σωστή διαχείριση του θηραματικού πλούτου της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή του δάσους που κυνηγά η παρέα δεν είδα ούτε ένα σκουπίδι πεταμένο στο δρόμο. Αυτό δείχνει ανθρώπους που αγαπούν πραγματικά το βουνό και δεν είναι ευκαιριακοί άρπαγες.
Μπράβο παιδιά
Αγριογούρουνο μπορεί να μη χτυπήσαμε αυτό το σαββατοκύριακο αλλά ευχαριστηθήκαμε κυνήγι και φυσικά τη ζεστή φιλοξενία των φίλων μας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους: Χρήστο Νασιούδη, Μιχάλη και Σάκη Βουγιουκλή, Ζήση και Σταύρο Νασιούδη, Κώστα Κουταλέλη, Τάκη Παπαδόπουλο, Σπύρο Ανδρέου, Τάκη Χαραλαμπίδη, Βασίλη Κέντογλου, Βασίλη Πολίτη, Νάσο Μπάνιο, Τάκη Κατσαμάκα, Δομζαρίδη Αδάμ, Τάκη Ηλιάδη, Γιώργο Αυγερινό, Κώστα Αντωνίου και φυσικά στον Ανέστη Κουταλέλη.