Του Χρήστου Χατζιώτη
Ένα ερώτημα που ακούγεται πολύ συχνά, όχι μόνο από ανθρώπους που δεν ασχολούνται με τα καλά χειροποίητα όπλα, αλλά και από συλλέκτες όπλων – κυνηγούς, είναι αν τα πολύ ακριβά δίκαννα προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για τον οπλοβαστό κάποιας συλλογής ή αν συνηθίζεται και αν πρέπει να βγαίνουν στο κυνήγι.
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι όλα τα όπλα που βρίσκονται σε ασφαλή κατάσταση, ανεξαρτήτως ηλικίας, προορίζονται για χρήση και φυσικά γι’ αυτό κατασκευάστηκαν. Ωστόσο, κάποια από αυτά είναι περισσότερο «μάχιμα» και χρηστικά, ενώ κάποια άλλα διαθέτουν «πλεονεκτήματα» που αποτελούν αντένδειξη σε σκληρή κυνηγετική χρήση. Αυτές τις ιδιαιτερότητες και αυτά τα στοιχεία θα περιγράψουμε παρακάτω. Τα στοιχεία που αξιολογούμε όταν κρίνουμε κυνηγετικά ένα καλό όπλο και συμβάλλουν στην απόφαση για το αν αυτό θα παραμείνει στον οπλοβαστό ή θα πάρει το δρόμο για τον κυνηγότοπο, είναι τα ακόλουθα:
Η προσωπικότητα του προκατόχου
Τα αίτια που έκαναν ένα όπλο συλλεκτικό. Αν σχετίζονται με τον προηγούμενο κάτοχό του (π.χ. αν το όπλο αυτό ήταν από τα προσωπικά όπλα του Χεμινγουέι) και αυτός είναι ο κύριος λόγος που το όπλο απέκτησε συλλεκτική αξία και επενδυτική ισχύ, τότε η ποιότητα αρχικής κατασκευής του και η κατάστασή του επηρεάζουν μεν την τελική του τιμή, αλλά σε δεύτερο επίπεδο. Εξ ορισμού, ένα τέτοιο όπλο, λοιπόν, δεν προσφέρεται για χρήση, εκτός αν ο κάτοχός του βιώνει τη ματαιοδοξία να μπορεί να εξομολογηθεί στον εαυτό του ή στους συγκυνηγούς του ότι κυνηγάει με ένα όπλο του τάδε επώνυμου κυνηγού του περασμένου αιώνα κ.λπ.
Ο τύπος του όπλου
Ο τύπος του όπλου προσδιορίζει συχνά από μόνος του τη συχνότητα και τις δυνατότητες χρήσης που μπορεί να έχει στο καθημερινό κυνήγι. Για παράδειγμα, ένα πολύ καλοδιατηρημένο, ασφαλές όπλο, τύπου pin fire (οπισθογεμές της πρώτης περιόδου των οπισθογεμών δίκαννων, με καψούλι το οποίο πυροδοτείται από ακίδα ενσωματωμένη στη βάση του κάλυκα), είναι λογικό ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται συχνά στο κυνήγι, όχι γιατί υστερεί σε απόδοση, αλλά γιατί τα φυσίγγια τύπου pin fire είναι εξαιρετικά σπάνια, η δε επαναγόμωσή τους έχει πεπερασμένα όρια και δεν μπορεί κανείς να γεμίζει και να ξαναγεμίζει επ’ αόριστον τους ίδιους κάλυκες. Το ίδιο συμβαίνει, αν και σε μικρότερο βαθμό, με κάποιο από τα υπέροχα, πανάλαφρα, καλοζυγισμένα και εξαιρετικά ντελικάτα πλαγιόκαννα, με θαλάμες 2 ιντσών (5 περίπου εκατοστών), που συναντά κανείς συχνά στην αγγλική ή τη βελγική αγορά μεταχειρισμένων όπλων. Τα όπλα αυτά είναι η ιδανική εναλλακτική λύση για όποιον θα ήθελε να κυνηγάει με ένα 20άρι, χωρίς να έχει τα μειονεκτήματα του 20αριού και διατηρώντας όλα του τα πλεονεκτήματα. Για να γίνω πιο σαφής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα όπλα αυτά έχουν βάρος περίπου όσο ένα 20άρι, φινέτσα κατασκευής και γραμμή αντίστοιχη με ένα καλό χειροποίητο 16άρι ή 20άρι, ανάκρουση εξαιρετικά περιορισμένη και ποιότητα κατανομής πολύ καλύτερη από το 20άρι, αφού φέρουν το ίδιο βάρος γόμωσης σε πολύ μικρότερο ύψος κολώνας σκαγιών. Αυτό επιτρέπει (αν φυσικά και οι άλλες παράμετροι της γόμωσης είναι σωστές) εξαιρετική ποιότητα κατανομής, ικανοποιητικές αρχικές ταχύτητες και πολύ χαμηλές αναπτυσσόμενες πιέσεις. Ωστόσο, κάλυκες 2 ιντσών δεν υπάρχουν πια στην αγορά και ο κάτοχος ενός τέτοιου όπλου πρέπει ή να ξαναγεμίζει, όσες φορές αντέχουν, τους λίγους κάλυκες που κατάφερε να αποκτήσει σε κάποια δημοπρασία ή να μπαίνει στην επίπονη διαδικασία να κόβει 70άρηδες κάλυκες στα 50 χιλιοστά και να καταφεύγει σε ιδιογομώσεις. Από μόνη της, λοιπόν, όλη αυτή η διαδικασία κάνει ένα τέτοιο όπλο δύσχρηστο στο κυνήγι και μετά από κάποιες δοκιμές εξαντλεί τη λαχτάρα τού κατόχου ενός τέτοιου όπλου να το κυνηγήσει. Μοιραία το όπλο αυτό, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί στον οπλοβαστό για πολλά χρόνια και θα περιμένει μόνο τη συντήρηση του ιδιοκτήτη του, που θα το θωρακίσει απέναντι στην υγρασία και τη σκόνη. Εδώ βέβαια πρέπει να ομολογήσω ότι υπάρχουν λίγες φωτεινές εξαιρέσεις στον κανόνα που προανέφερα. Γνωρίζω δύο τουλάχιστον ανθρώπους οι οποίοι αρέσκονται να κυνηγούν ακόμη με οπισθογεμή πλαγιόκαννα δίκαννα μαύρης πυρίτιδας. Καταβάλλουν όλον τον κόπο που χρειάζεται για να βρουν μαύρη πυρίτιδα σύγχρονης κατασκευής, πειραματίζονται με ασφάλεια, γνωρίζοντας τις βασικές παραμέτρους χρήσης αυτής της πυρίτιδας, γεμίζουν μόνοι τους τα φυσίγγια τους και χρησιμοποιούν καλοδιατηρημένα και ασφαλή όπλα μαύρης πυρίτιδας, που αν δεν το έκαναν θα ήταν καταδικασμένα να μείνουν για πάντα στον οπλοβαστό και σε αχρηστία. Επίσης, τα όπλα πολύ μικρού διαμετρήματος (κυρίως τα 36άρια), που λόγω της εξαιρετικά λεπτής γραμμής τους γίνονται ιδιαίτερα ελκυστικά στους συλλέκτες, δεν προσφέρονται, λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων, για γενικό κυνήγι.
Το σκάλισμα
Ο τύπος του σκαλίσματος ενός όπλου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αποστολή του. Οι βασικοί τύποι σκαλίσματος είναι ως γνωστό το «τσεζέλο» και το «μπουλίνο». Το τσεζέλο πραγματοποιείται με τη βοήθεια ενός ειδικού σκαρπέλου (ενγλυφίδας) και ενός πολύ μικρού σφυριού. Χρησιμοποιείται λοιπόν για βαθείς τύπους σκαλίσματος και σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα για γιρλάντες, μπουκέτα και γενικά απλά σχέδια σκαλίσματος που συχνότερα συναντάμε σε αγγλικά χειροποίητα όπλα. Λόγω του βάθους χάραξης, η αντοχή του είναι εξαιρετική. Το μπουλίνο αντίθετα εφαρμόζεται με μια εξαιρετικά λεπτή και σκληρή ενγλυφίδα και μόνο με τη δύναμη του χεριού του σκαλιστή. Από τη φύση του, λοιπόν, ενδείκνυται για λεπτού τύπου σκαλίσματα και χρησιμοποιείται για κυνηγετικές παραστάσεις και λεπτομέρειες πάνω σε σχέδια που έχουν ήδη κατασκευαστεί με τσεζέλο ή σε γυμνό ατσάλι, εξ αρχής. Οι καλοί σκαλιστές της εποχής μας μπορούν να χαράξουν στο μπουλίνο μέχρι 12 ή 13 γραμμές σε πλάτος ενός μόνο χιλιοστού, ενώ παλιότερα η πυκνότητα έφτανε μέχρι και τις 18 γραμμές. Είναι λογικό ότι η φινέτσα αυτών των σκαλισμάτων, η ακρίβεια και η ομορφιά τους ξεπερνάνε κάθε άλλον τύπο χάραξης. Όμως, επειδή ακριβώς η χάραξη γίνεται πάνω σε ατσάλι και μόνο με τη δύναμη του χεριού τού σκαλιστή (χωρίς σφυρί), είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα τα σκαλίσματα που προκύπτουν με μπουλίνο και αρκεί το ακούμπισμα του όπλου σε έναν βράχο αιχμηρό για να μειώσει την οξύτητά τους καταρχήν και με τα χρόνια να ακυρώσει σημαντικό μέρος από την αρχική εικόνα τους. Επιπλέον, οι πολύ λεπτές γραμμές συχνά συγκρατούν ιδρώτα από τα χέρια του κυνηγού, με αποτέλεσμα να δρομολογούν οξειδωτικές επιδράσεις στην επιφάνεια του σκαλίσματος που δύσκολα αποφεύγονται χωρίς επιμελή, συχνή και συστηματική λίπανση. Προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω ότι είναι σαφώς προτιμότερο ένα όπλο με σκάλισμα τύπου τσεζέλο για το καθημερινό κυνήγι, από ότι ένα σκάλισμα τύπου μπουλίνο που μπορεί να έχει εφαρμοστεί σε ένα όπλο εξαιρετικής αντοχής, αλλά η αντοχή τού ίδιου του σκαλίσματος αποδεικνύεται σχεδόν πάντα υποδεέστερη. Πρέπει να επισημάνω ότι αυτό ισχύει τόσο όσον αφορά τις δυνάμεις κρούσης που μπορεί να εφαρμοστούν πάνω στη μπάσκουλα, όσο και στις δυνάμεις αποτριβής.
Το είδος του κυνηγίου
Ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά τη δυνατότητα ενός κυνηγού να βγάλει από τον οπλοβαστό ένα συλλεκτικό, ακριβό απόκτημά του και να το πάρει στον κυνηγότοπο, είναι τα επιμέρους, μη ποιοτικά, στοιχεία του όπλου. Για παράδειγμα, ένας συλλέκτης μπορεί να επενδύσει ένα σημαντικό ποσό προκειμένου να αγοράσει ένα χειροποίητο αγγλικό πλαγιόκαννο που εντόπισε σε άριστη κατάσταση και σε ιδιαίτερα ελκυστική τιμή. Πιθανόν όμως τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτού του όπλου, όπως για παράδειγμα το μήκος των καννών ή οι συσφίγξεις τους (τσοκαρίσματα), να μην ταιριάζουν με το είδος κυνηγίου που ο συγκεκριμένος συλλέκτης–κυνηγός πραγματοποιεί. Για παράδειγμα, ένα καλό αγγλικό δίκαννο έχει τις περισσότερες φορές κάννες μήκους 76,2 εκατοστών, αυτό που ακριβέστερα αποκαλούμε κάννες 30 ιντσών. Ένα τέτοιο όπλο, πολύ περισσότερο αν είναι και τσοκαρισμένο, δεν ενδείκνυται για κυνήγι με σκύλο φέρμας. Ένας κυνηγός σκύλου φέρμας είναι συνηθισμένος να κυνηγάει με βραχύκαννο όπλο και με ανοιχτές συσφίγξεις (τσοκ) στις κάννες. Επομένως, ένα τέτοιο όπλο μόνο αποτυχίες θα του προσφέρει στο κυνήγι και θα μειώσει σημαντικά την απόλαυση του να κυνηγάει με το ακριβό απόκτημά του.
Η δύναμη της συνήθειας
Ένα άλλο στοιχείο που επηρεάζει σημαντικά τη χρήση ενός συλλεκτικού όπλου στο κυνήγι, είναι η δύναμη της συνήθειας. Τα συλλεκτικά όπλα είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα δίκαννα, πλαγιόκαννα και σπανιότερα αλληλεπίθετα. Σ’ αυτή την κατηγορία συναντάει κανείς κυριολεκτικά κομψοτεχνήματα, έργα τέχνης, που χρειάστηκαν χρόνια να κατασκευαστούν και διαθέτουν απίστευτη αρμονία γραμμής και μακροζωία. Όμως, αν κάποιος έχει συνηθίσει το κυνήγι με αυτογεμή (καραμπίνες), είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί σε ένα όπλο που έχει εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά στο κυνήγι, για παράδειγμα με ένα εξώσφυρο πλαγιόκαννο (κοκοροντούφεκο). Και εκεί ο κόπος προσαρμογής σε ένα τέτοιο όπλο είναι πολύ μεγάλος και τα αποτελέσματα εξαρτώνται από τα χρόνια που έχει κυνηγήσει με αυτογεμές ο κυνηγός και από την προσαρμοστικότητά του σε νέους τύπους όπλων. Αν λοιπόν κάποιος βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο της κυνηγετικής του διαδρομής και αποφασίζει ότι θέλει από ‘δω και στο εξής να κυνηγάει πάντα με ένα τέτοιο όπλο (πλαγιόκαννο εξώσφυρο), είναι καλό να προσπαθήσει να προσαρμοστεί και σίγουρα θα έχει την ανταμοιβή που προκύπτει από την απόλαυση χρήσης ενός παραδοσιακού όπλου. Αν όμως προτίθεται να το χρησιμοποιήσει μία ή δύο φορές μόνο, για την εμπειρία, περισσότερο απογοήτευση θα του προσφέρει ένα τέτοιο όπλο παρά ικανοποίηση, αφού είναι συνηθισμένος σε τελείως άλλου είδους λειόκαννο.
Η φιλοσοφία κατασκευής
Η χώρα προέλευσης ενός καλού χειροποίητου όπλου παίζει σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, οι περισσότερες καλές αγγλικές, βελγικές και γαλλικές εταιρείες κατασκευάζουν ποιοτικά όπλα που παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη αντιστοιχία ποιότητας κατασκευής και εμφάνισης. Μ’ άλλα λόγια, διαθέτουν μια αντιστοιχία ποιότητας στο εσωτερικό τού όπλου (στο μηχανισμό) και εμφάνισης (γραμμής, ποιότητας ξύλων και σκαλίσματος). Αντίθετα, κάποιες ιταλικές εταιρείες (όχι βέβαια όλες οι ποιοτικές εταιρείες της Ιταλίας) διαθέτουν όπλα πανάκριβα που το κύριο βάρος έχει δοθεί στην εξωτερική εμφάνιση. Η μακροζωία του όπλου και άρα ο βαθμός λείανσης και εφαρμογών του μηχανισμού έχουν προσεχθεί, αλλά έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκεί λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι όντως τα όπλα αυτά προορίζονται περισσότερο για επένδυση και συλλογή και λιγότερο για χρήση. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν όπλα (ιταλικής ή άλλης προέλευσης) τα οποία μπορεί να έχουν ακόμη και μηδενικό σκάλισμα, ακόμη και μέσης ποιότητας ξύλα, αλλά η συνολική κατασκευή τους είναι εξαιρετικά ψηλή και η τιμή τους επίσης. Τα όπλα αυτά είναι αμαρτία να βρίσκονται αποθηκευμένα στον οπλοβαστό μιας συλλογής και να μην τα χαίρεται στο καθημερινό κυνήγι ο χρήστης τους, αφού όλη η φιλοσοφία κατασκευής ήταν αυτή: ένα λιτό, γερό όπλο, στα ψηλότερα στάνταρτ που μπορεί να κατασκευαστεί, όσον αφορά τουλάχιστον το μηχανισμό του.
Τα προσωπικά όνειρα του καθενός
Αυτά είναι κάποια από τα κριτήρια που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει στην επιλογή ενός συλλεκτικού όπλου, για το κυνήγι ή για τον οπλοβαστό. Ένα επιπλέον κριτήριο που όμως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση γιατί το κουβαλάει κάθε συλλέκτης και κάθε ιδιοκτήτης καλού όπλου μέσα του, είναι τα όνειρα που έχει συνδέσει ο κάτοχος του όπλου με το απόκτημά του. Τα καλά όπλα, όπως κατ’ επανάληψη έχω γράψει, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τις προοπτικές τεράστιας μακροζωίας, στο ενδεχόμενο λελογισμένης χρήσης και επιμελούς συντήρησης. Άρα λοιπόν προσφέρονται πάνω απ’ όλα για σχέδια και μελλοντικά όνειρα. Κάποιος, για παράδειγμα, μπορεί να απέκτησε ένα πολύ ακριβό όπλο γιατί ονειρεύεται να το παραδώσει στο γιο του και εκείνος να το χρησιμοποιήσει στο κυνήγι. Κάποιος άλλος μπορεί να επέλεξε να αποκτήσει κάποια ακριβά όπλα κυρίως για επένδυση. Είναι γνωστό ότι οι καλοί τεχνίτες μειώνονται συνεχώς ανά τον κόσμο και τα παλιά καλά όπλα επίσης, ενώ οι υποψήφιοι αγοραστές αυξάνονται.
Πάντως, για να καταθέσω στο κλείσιμο αυτού του άρθρου και μια προσωπική άποψη, θεωρώ ότι η χρυσή τομή για να απολαύσει κανείς ένα όπλο της συλλογής του στο κυνήγι, χωρίς να το θέσει σε κίνδυνο σημαντικής καταπόνησης, είναι εκείνη που επιλέγουν πολλοί συλλέκτες. Κυνηγάνε με ένα προσωπικό τους όπλο και τα υπόλοιπα όπλα της συλλογής τους τα χρησιμοποιούν μόνο περιστασιακά, σε κυνήγια που γίνονται με καρτέρι και σε συνθήκες που ξέρουν καλά ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να φθαρούν από κάποια ατυχή στιγμή και να μετατραπεί η χαρά τής επαφής μαζί τους σε στεναχώρια. Μετά το κυνήγι, όμως (επειδή αναφερόμαστε σε ακριβά όπλα που συνήθως είναι αχρωμίωτο το εσωτερικό των καννών), πρέπει να καθαριστούν άμεσα και με επιμέλεια, πριν αποθηκευτούν και πάλι στον οπλοβαστό για την επόμενη κοντινή ή μακρινή έξοδο.