Η Βίκυ “φόρεσε τα γυαλιά” στην παρέα των ατρόμητων γουρουνάδων!
Του Δημήτρη Μιλτιάδη
Οι εξορμήσεις της κυνηγοπαρέας δεν είχαν στεφθεί από επιτυχία. Οι γουρουνάδες πήγαιναν και ξαναπήγαιναν στο βουνό, αλλά πάντα κάτι γινόταν στραβά. Πότε δεν έβρισκαν ζώα, πότε τους ξέφευγαν. Αυτή τη φορά θα κυνηγούσαν στα Κρούσια, τα βουνά που στεφανώνουν το χωριό Κεντρικό του Κιλκίς. Η συντροφιά τους, όμως, τώρα είχε και…άρωμα γυναίκας. Μαζί τους πήγε και η Βίκυ, η σύζυγος του Οδυσσέα. Αρχηγός της ομάδας ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς γουρουνοκυνηγούς, ο 76χρονος Μήτρος.
Η παρέα είχε χωριστεί ανά δύο άτομα. Ήθελαν να ψάξουν, όσο γίνεται πιο γρήγορα, τα πατήματα. Αναζητούσαν ένα μεγάλο καπρί που ζούσε στην περιοχή. Ο Οδυσσέας τα βρήκε και τα ακολούθησε. Διαπίστωσε, όμως, ότι μπερδευόταν με άλλα. Πλησίασε και αντιλήφθηκε ότι ήταν ήμερα. Ο μονιάς, είχε…παρτίδες με τις θηλυκιές. Ο Οδυσσέας επέστρεψε και ενημέρωσε τους άλλους. Ένας άλλος κυνηγός εντόπισε ένα κοπαδάκι από άγρια. Η παρέα εστίασε τις προσπάθειες σ’ αυτό. Επί τόπου, οι γουρουνάδες σχεδίασαν τη στρατηγική τους. Τοποθετήθηκαν τα καρτέρια και ξεκίνησε η παγάνα…
Οι παγανιέρηδες ήταν ο Φώτης, που είχε μαζί του έναν εξαιρετικό σκύλο, ο Θόδωρος και άλλοι δύο.
Δεν ήταν… αλεπού
Κάποια στιγμή, ήταν γύρω στις 10.30 π.μ., όταν ακούστηκαν τα κλαφουνίσματα από βαθιά. Ένας από τους σκύλους ξέκοψε και πήρε κατεύθυνση προς τον Οδυσσέα. Εκείνος περίμενε με αγωνία. Ύστερα από μισή ώρα έστειλε πάνω τα θηράματα. ΄Ηταν δυο ζαρκάδια. Τα άφησε να φύγουν και έπιασε το σκύλο, τον «Αρκάν».
Οι άλλοι, όμως, γάβγιζαν βαριά. Είχαν σηκώσει τα γουρούνια. Τα ζώα πέρασαν από έναν παγανιέρη που, ωστόσο, δεν είχε καταφέρει να τα σπρώξει προς τα καρτέρια. Τα αγρίμια χάθηκαν. Οι κυνηγοί συγκεντρώθηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν τα ίχνη για να δουν από πού είχαν περάσει γουρούνια. Στο μεταξύ, είχαν πιάσει τους σκύλους.
΄Υστερα από δύο ώρες, βρέθηκαν σε μια πυκνούρα με παλιούρια και γάβρα. Εκεί, είχαν σταματήσει τα γουρούνια. ΄Ισως, επειδή παρακάτω υπήρχε κι άλλη παρέα και τα ζώα την είχαν αντιληφθεί.
Η ομάδα του κυρ-Μήτρου ξανάλυσε τους σκύλους. Τα καρτέρια ήταν στη θέση τους. Όμως, τα γουρούνια δεν περνούν από εκεί και ξαναφεύγουν.
Ο Οδυσσέας με τη Βίκυ επιβιβάζονται στο φορτηγάκι και κινούνται προς το σημείο, όπου εκτιμούσαν ότι είχαν περάσει τα θηράματα. Χωρίστηκαν για να μπορέσουν καλύτερα να ψάξουν για πατημασιές. Δεν είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας «διάβασε» πάνω στο χώμα τα ίχνη των σκύλων, αλλά ίχνη από γουρούνια δεν βρήκε. Γύρισαν πίσω και τότε τα είδε. Είχαν περάσει μόλις 20 μέτρα από εκεί που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο. Ο «Πιρίν» κι ένας άλλος σκύλος τα είχαν ακολουθήσει μακριά.
Κάποια στιγμή, ακούστηκε ο «Αρκάν». Κυνηγούσε μόνος του, αλλά ο τρόπος του ήταν περίεργος. ΄Εκανε συνεχώς γύρους. Ο Οδυσσέας μπερδεύτηκε. «Τι κυνηγάει πάλι το κοπρόσκυλο;» είπε στη Βίκυ. «Κάτσε στο αμάξι και εγώ πάω να δω. ‘Ελα να με πάρεις σε λίγο», τη συμβούλεψε.
Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, όταν ακούστηκαν δυο απανωτές τουφεκιές. ΄Ηταν η Βίκυ. Ο άνδρας έτρεξε προς το μέρος της γυναίκας του. «Δεν πιστεύω να πυροβόλησες καμιά αλεπού», της φώναξε, κάπως νευρικά, ενώ πλησίαζε. «Όχι! Ήταν γουρούνι», του απάντησε εκείνη.
Τι είχε συμβεί; Ήταν ένα μικρό, γύρω στα 35 κιλά. Εκείνο, είχε χάσει το κοπάδι και το έψαχνε. Ο σκύλος το είχε βρει και γι’ αυτό το κυνηγούσε όλο στο ίδιο μέρος. Κάποτε το έστρωσε καλά και το θήραμα πήρε τον ίδιο δρόμο που είχαν πάρει νωρίτερα όλα τα γουρούνια. Γύριζε στην ίδια κατεύθυνση, κινούμενο σε απόσταση δέκα μέτρων από τον πρώτο ντορό, παρόλο που σε κείνο το σημείο, λίγη ώρα πριν, το αντρόγυνο είχε κάνει και παγάνα με πυροβολισμούς και χουγητά. Η Βίκυ το αντιλήφθηκε την ώρα που περνούσε κάθετα το δρόμο. Το ζώο είχε ήδη διανύσει το μισό και η γυναίκα, αν και είχε το όπλο στον ώμο, πρόλαβε και το πυροβόλησε δυο φορές. Όμως, δεν ήταν σίγουρη ότι το πέτυχε. Είχε χλομιάσει. Σκεφτόταν τι θα έλεγαν οι άλλοι. Ωστόσο, ο Οδυσσέας παρατήρησε ότι το γουρούνι, ενώ είχε κινηθεί προς την κατηφόρα και με μεγάλα άλματα προς το νερό, λίγο πιο κάτω, έπιασε λοξά και τα βήματα ήταν πολύ πιο κοντινά. «Το έχεις χτυπήσει!», της είπε. «Πνίγεται, δεν μπορεί να ανασάνει καλά, γι’ αυτό κινείται πλάγια».
Καρφωτοί στο ντορό
Η παρέα συγκεντρώθηκε. Οι σκύλοι μπήκαν και πάλι στο ντορό. Το ζώο έπαιρνε συνεχώς κατηφορικά μονοπάτια. ΄Ηταν η δεύτερη ένδειξη ότι ήταν χτυπημένο. Από κει που το πήραν στο κατόπι τα σκυλιά, η απόσταση ήταν γύρω στα χίλια μέτρα. Τα γουρουνόσκυλα το στρίμωξαν σε ένα πυκνό. Το γουρούνι είχε σταματήσει εκεί γιατί δεν είχε άλλες δυνάμεις. Τρύπωσε, αποφασισμένο να παλέψει με όσες δυνάμεις του απόμειναν. Οι κυνηγοί το κύκλωσαν. Τα σκυλιά έκαναν «στάμπα» και ο Ματθαίος, ένας από τους πιο έμπειρους, πλησίασε. Το γουρούνι τον ένιωσε και επιχείρησε να φύγει. Ο Ματθαίος το είδε στα 15 μέτρα. Με ένα μονόβολο το ξάπλωσε… Ήταν γύρω στις 5 το απόγευμα.
Η παρέα ανέβασε το θήραμα. Πήγαν στην καλύβα. Ο Οδυσσέας, μόλις το έπιασε, ένιωσε μια έντονη μυρωδιά. «Ρε, σεις, πολύ βαριά μυρίζει. Πότε πρόλαβε να βρομίσει; Είναι χειμώνας και δεν έχει περάσει πολλή ώρα, απ’ όταν τουφεκίστηκε», είπε. Το περιεργάστηκε και είδε πως ανάβλυζε αίμα στη δεξιά πλευρά, χαμηλά στην κοιλιά. Το έγδαραν και είδαν πως ήταν χτυπημένο από τρία δράμια. Το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στο πρόσωπο της Βίκυς. Το είχε πετύχει…
Όλοι οι άνδρες τής έδωσαν το χέρι. Τη σκυτάλη πήρε ο μάγειρας της παρέας, ο Γιώργος. Το έφαγαν εκεί. Το κρασί και το τσίπουρο πήραν κι έδωσαν. Μέσα στο κέφι μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, ο Οδυσσέας πλησίασε τη γυναίκα του και την αγκάλιασε: «Μπράβο, κορίτσι μου!», της είπε, «μας φόρεσες σε όλους… γυαλιά!» και μαζί του συμφώνησαν και όλοι οι άλλοι που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.