Ένα ξεχασμένο κρεμαστάρι φορτωμένο αναμνήσεις έγινε το όχημα που “ταξίδεψε” τον κυνηγό στο παρελθόν για να θυμηθεί όμορφες αλλά και πικρές στιγμές από τον κυνηγότοπο τις οποίες κατέγραψε για να τις μοιραστεί μαζί μας με τον δικό του ποιητικό τρόπο.
Χρόνια χαμένο ήτανε στ’ αζήτητα μέσα στο κυνηγετικό μου το συρτάρι, άχρηστο και αχρείαστο πάνω από δεκαπέντε χρόνια, ώσπου το είχα πια ξεχάσει αυτό το απαραίτητο εξάρτημα για κάθε κυνηγό, το κρεμαστάρι.
Μου το ‘χε φέρει ένας παλιόφιλος δωράκι κάποτε από τη Σουηδία για να κρεμάω στα κυνήγια τα πουλιά στο γυρισμό. Ήταν ακόμα ανέπαφο σχεδόν, λειτουργικό το κρεμαστάρι το παλιό, αν και τόσο παλιό, ήταν πολύ καλά συντηρημένο από το λίπος των πουλιών.
Δερμάτινο όλο, ποιότητα πολύ καλή, με δώδεκα θηλές πολύ γερές, που για να γίνουν πιο πολλές, τις είχα κόψει και τις δώδεκα στα δυο και έγιναν έτσι δυο ντουζίνες, θέσεις για τα δεδομένα ίσως τα σημερινά υπερβολικές, αλλά για τότε χρειαζούμενες, τότε που τα πουλιά ήταν πολλά ώστε να τα κρεμάς πάνω του άνετα σε κάθε ευκαιρία.
Το έχω ακόμα για ανάμνηση και σε φωτογραφία, που καμαρώνει ο γιος μου επτά–οχτώ χρονών, κάποιες απόκριες, με τσίχλες μάτσο πάνω από εκατό, που τις κρατάει από το βάρος τους μάλιστα μετά βίας.
Μέχρι διακόσιες τσίχλες χώραγε, τρυγόνια εκατό, μπεκάτσες κρέμασα επάνω του τρεις-τέσσερις φορές απάνω από πενήντα. Άλλες φορές άδειο και μοναχό, εδώ κι εκεί κείτονταν άχαρα κρεμασμένο σε μια άκρη ξεχασμένο, να μου θυμίζει τις αποτυχίες, τις αναποδιές, κόπους, εξόδους ανεπιτυχείς κι άλλα πολλά, που έχω ξεχάσει άθελα μετά από τόσα χρόνια.
Αυτά και άλλα μου ‘ρχονται στο νου ξανακοιτώντας το παλιό μου κρεμαστάρι. Συγκίνηση μεγάλη σαν ζωντανεύουν οι Κυριακές ξανά στο γυρισμό, οι μοιρασιές, οι αξέχαστες μεγάλες και μικρές στιγμές, καθώς κρεμότανε φίσκα από πουλιά, καμαρωτό, λες και γυρίζαμε από σαφάρι.
Τώρα αυτές οι ανεξίτηλες, νοσταλγικές σκηνές από το παρελθόν, λίγες–πολλές για κάθε κυνηγό, φέρνουν στη θύμησή τους, στην ψυχή και στο μυαλό μια απαραίτητη και αναγκαία ηρεμία. Μια ηρεμία που είναι το αντίβαρο απέναντι στη λαίλαπα του σήμερα, μια αναγκαία ισορροπία θα έλεγα, όντως λειτουργική ανάμεσα σε ένα γεμάτο από φύση χθες και ενός ανούσιου για τους παλιούς παρόντος. Αλλά και ενός μέλλοντος που ήδη μας καταδικάζει ζοφερού, νέους, παλιούς που δεν μπορεί καλά–καλά να το χωρέσει ακόμα και του πιο απαισιόδοξου ανθρώπου νους. Γι’ αυτό κι εγώ το κρέμασα σε θέση φανερή εκεί που του αξίζει, πάνω απ’ το τζάκι του σπιτιού δίπλα σε μια φυσιγγιοθήκη μου κι αυτή παλιά, να μου θυμίζει εκεί δα εκείνα τα κυνήγια τα παλιά που δεν θα ξαναζήσω στη ζωή μου ούτε εγώ πιστεύω αλλά ούτε και κανένας άλλος πια.
Του Κώστα Δημητρακόπουλου