Η γέννηση ενός όπλου βήμα προς βήμα…
Είναι μερικά χρόνια που έχω αρχίσει να ασχολούμαι σοβαρά με το ραβδωτό κυνηγετικό όπλο. Όταν λέω να «ασχολούμαι» εννοώ περισσότερο ως κυνηγός παρά ως κατασκευαστής, λόγω της «ατυχέστατης» (για να χρησιμοποιήσω ευγενική φρασεολογία) ελληνικής νομοθεσίας.
Αφού, λοιπόν, δεν μπορώ να έχω ένα όπλο εδώ στην πατρίδα μου, αποφάσισα να φτιάξω ένα χειροποίητο όπλο (αυτό που στην Αμερική, αλλά και διεθνώς έχει επικρατήσει να λέγεται custom -από εδώ βγαίνει και η λέξη «κουστούμι»- δηλαδή κάτι αποκλειστικά για εμένα) στο εξωτερικό. Και πάλι, εφ’ όσον ο χρόνος διαμονής μου στην Αγγλία είναι πολύ περιορισμένος, η προσωπική μου συμβολή δεν θα μπορούσε να είναι φυσική, δηλαδή να κάνω κάποιες δουλειές ο ίδιος, κι έτσι περιορίστηκα μόνο σε αυτό που οι πολιτικοί μηχανικοί λένε μελέτη-επίβλεψη…
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
To πρώτο πράγμα που απαιτείται στην κατασκευή ενός ραβδωτού όπλου είναι ο μηχανισμός. Αυτός σχεδόν ποτέ δεν κατασκευάζεται από τον κατασκευαστή του όπλου, αλλά χρησιμοποιείται κάποιος παλαιός στρατιωτικός ή πολιτικός, που έχουν κατασκευάσει τα διάφορα εργοστάσια στο παρελθόν ή και τώρα. Οι επιλογές είναι οι εξής: ο μηχανισμός Mauser, ο μηχανισμός Mannlicher, ο μηχανισμός Winchester Mod. 70 πριν το 1964, ο μηχανισμός SAKO, ο μηχανισμός Lee Enfield και ο μηχανισμός Springfield. Από όλους τους ανωτέρω, ο πλέον «κλασικός», ο πλέον ασφαλής, ο πλέον σίγουρος και ο πιο ευέλικτος είναι ο μηχανισμός της Mauser και δη το μοντέλο Κ-98. Το μοντέλο αυτό κατασκευάστηκε από την περίφημη εταιρεία στο Obendorf της Γερμανίας, από το 1898 έως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και στο Βέλγιο από τη F.N., στην Τσεχοσλοβακία από την BRNΟ, στη Σουηδία από τη Husqvarna, αλλά και σε άλλες χώρες όπως στη Γιουγκοσλαβία. Οι καλύτερες και πιο επιθυμητές «εκδόσεις» είναι αυτές των Γερμανικών προπολεμικών όπλων. Ακριβώς ένας τέτοιος μηχανισμός βρέθηκε και αγοράστηκε από ένα μαγαζί της Αγγλίας.
Ο μηχανισμός αυτός είχε όλα τα επιθυμητά στοιχεία ενός «πολιτικού» Mauser. Το χερούλι του κλείστρου ήταν γυρισμένο προς τα κάτω, έτσι ώστε να μπορεί να δεχτεί χαμηλά τοποθετημένη διόπτρα. Είχε εξαιρετική βάση γερμανικού τύπου (clow mounts) για διόπτρα, χωρίς όμως να υπάρχουν τα δαχτυλίδια. Είχε διπλή σκανδάλη set, πάλι γερμανικού τύπου. Σ’ αυτόν τον τύπο σκανδάλης, η πρώτη σκανδάλη λειτουργεί ως κανονική σκανδάλη, η δε δεύτερη εάν την τραβήξουμε πρώτη πίσω, κάνει ένα «κλακ» και οπλίζει. Κατόπιν, μόλις αγγίξουμε την πρώτη με βάρος μερικών μόνο γραμμαρίων, το όπλο ρίχνει. Αυτό μας εξασφαλίζει πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στη βολή, γιατί όπως θα σας διαβεβαιώσει και οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με τη σκοποβολή, οι αστοχίες οφείλονται κυρίως σε «τραβήγματα» της σκανδάλης, δηλαδή σε αθέλητα κουνήματα του όπλου από το τράβηγμα της σκανδάλης. Είχε επίσης υποφυλακτήρα κυνηγετικού τύπου και όχι στρατιωτικό. Και η αποθήκη ήταν φρεζαρισμένη από μασίφ ατσάλι και όχι διπλωμένη και κολλημένη από λαμαρίνα, όπως οι μεταγενέστερες και αυτές του πολέμου. Το μήκος του μηχανισμού ήταν το standard, γιατί υπάρχουν τρία διαφορετικά μήκη: ένα κοντό (Short Action), το στάνταρντ και ένα Magnum. Ο μηχανισμός αυτός αγοράστηκε πριν δυόμισι περίπου χρόνια. Το επόμενο βήμα ήταν να δούμε τι θα γίνει με τα υπόλοιπα μέρη.
«Να πας στο 30άρι!»
Έτσι, λοιπόν, με το πρώτο ταξίδι στην Αγγλία, στο Birmingham, επισκέφθηκα μαζί με τον Richard (τον πολύ στενό φίλο από την περίφημη βιοτεχνία Ray St. Ledger, φινιριστές και σκληρυντές όπλων -οι καλύτεροι στον κόσμο) το εργαστήριο του Bob. Ο Bob, ένα εξαιρετικό παιδί, κάνει δουλειές γενικής οπλουργικής επισκευής και ίσως είναι ο Νο1 στην Αγγλία στις κατασκευές ραβδωτών, αλλά παντελώς άγνωστος γιατί δουλεύει μόνο για το Trade, δηλαδή αυτό που λέμε εδώ φασόν, για όλους του επώνυμους (ονόματα δεν λέμε). Του δείχνουμε το μηχανισμό. Τον κοιτάει με προσοχή.
– «Πολύ ωραίος», μου λέει, «τι θέλεις να φτιάξεις;».
– «Bob, του λέω, αυτό ήρθα να συζητήσουμε. Έχω στο μυαλό μου ένα “ευρωπαϊκό” τουφέκι (δηλαδή όχι για την Αφρική) και προσανατολιζόμουν προς το 270».
– «Όχι, μου λέει, δεν συμφωνώ. Και δεν συμφωνώ για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι σφαίρες του 270 είναι πολύ μακριές, βέβαια τις χωράει αυτός ο μηχανισμός αλλά οριακά. Και ένα τουφέκι με κινητό ουραίο δουλεύει πολύ καλύτερα όταν δεν δουλεύει στα όρια του μήκους της διαδρομής του. Ο δεύτερος είναι ότι τα πυρομαχικά του 270 είναι σχετικά περιορισμένα, δηλαδή ουσιαστικά 130, 140 και 150 grains. Να πας στο 30άρι!».
Στο cal 30, οι επιλογές είναι οι εξής: τα δύο Magnum, το 300 Winchester Mag και το 300 Weatherby Magnum, καθαρά «αφρικανικά» φυσίγγια, το 30 06 το πλέον δημοφιλές μεσαίο διαμέτρημα στον κόσμο και το 308 win. Το 308 «γεννήθηκε» στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Αμερική και καθιερώθηκε ως το standard του αμερικανικού στρατού, ως 7.62 Nato. Είναι ένα εξαιρετικά ευθύβολο πυρομαχικό, με κοντό σχετικά κάλυκα 2,015 ίντσες, με χαμηλότερο λάκτισμα από το 30 06, το οποίο έγινε πολύ γρήγορα ιδιαίτερα δημοφιλές στο κυνηγετικό κοινό και το βρίσκει κανείς σε μια πληθώρα γομώσεων, από 110 grains, 123, 125, 146, 147, 150, 155, 165, 168, 170, 175, 180, 185, 190 και 200 grains. Με κάποιες γομώσεις, όπως αυτή της Federal, με σφαίρα 180 grains Nosler Partition, στα 300 μέτρα έχει ταχύτητα 2200 πόδια/sec, ενέργεια 1925 Ft – lbs και πτώση 8,2 ίντσες. Απόδοση, δηλαδή, όση και ενός «καλού» φυσιγγίου του 30 06, με το ίδιο βάρος βλήματος, που είναι κατάλληλο ακόμα και για την Αφρική. Ενώ με βλήματα των 150 grains μπορεί κανείς να κυνηγήσει άνετα και το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ελάφι, την Άλκη, το Moose ή τον τάρανδο.
– «308, λοιπόν, κατοχυρώθηκε! Τώρα, του λέω, Βοb πρέπει να βρούμε κάννη…».
Οι καλύτερες ραβδωτές κάννες πιστεύω ότι φτιάχνονται από δύο εταιρείες. Τη SIG – HAMMERLI της Ελβετίας και τη LOTHAR WALTHER στη Γερμανία. Διάλεξα τη δεύτερη, πρώτον γιατί χρησιμοποιεί τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής (button rifling), όπου δηλαδή το κάθε αυλάκι «κόβεται» ένα-ένα τμηματικά με κοπτικό εργαλείο και η κάθε κάννη περνάει έλεγχο ακριβείας 0,0001 της ίντσας, και δεύτερον γιατί η LOTHAR WALTHER είναι μία από αυτές τις παραδοσιακές οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας στις οποίες τρέφω μέγιστο θαυμασμό και εκτίμηση.
Έτσι παραγγέλθηκε η κάννη από τη Γερμανία και σε καμιά εικοσαριά μέρες έφτασε στην Αγγλία.
ΟΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΝΗΣ
Οι προδιαγραφές της κάννης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το γενικό χαρακτήρα του όπλου. Δηλαδή το βάρος του και κατ’ επέκταση το μέγεθος του λακτίσματος και του κρότου, το ζύγισμα, τη σκοπευτική του γραμμή με ανοικτά σκοπευτικά. Θυμάμαι πριν από δύο χρόνια στη Ν. Αφρική. Ήταν η πρώτη μέρα της άφιξής μας στη συγκεκριμένη φάρμα. Όπως, λοιπόν, γίνεται συνήθως πρέπει όλοι να βεβαιωθούν για τη σωστή ρύθμιση των όπλων τους. Ένα από τα παιδιά της παρέας που θα κυνηγούσαμε μαζί είχε ένα BRNO σε διαμέτρημα 300 Win Mag. με κάννη μήκους 20 ιντσών! Είχα αναλάβει ως πιο «ειδικός» να τσεκάρω όλα τα όπλα, μέχρι που έφτασε και η σειρά του συγκεκριμένου. Όταν πίεσα τη σκανδάλη έχασα… το φως μου από το κλότσημα και τον κρότο, ενώ ρίχνοντας με ένα όπλο Sauer του ίδιου διαμετρήματος, αλλά βαρύτερο και με 24 ίντσες κάννη, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Γενικώς, τρέφω μεγάλη αντιπάθεια στα κοντόκαννα ραβδωτά και στα πολύ ελαφριά, εκτός βέβαια αν πρόκειται για κάποια πολύ μικρά ή «μαλακά» διαμετρήματα, όπως ας πούμε το 7×57. Έτσι, λοιπόν, πήγα για το μέγιστο μήκος, τα 65 εκατοστά. Όσο δε αφορά το πάχος της κάννης, γιατί υπάρχει επιλογή μεταξύ τριών προφίλ, διάλεξα το μεσαίο το οποίο για το συγκεκριμένο διαμέτρημα ήταν υπέρ αρκετό και στο σημείο αυτό η συμβουλή του Bob ήταν καθοριστική.
ΤΟ ΚΟΝΤΑΚΙ
Το κοντάκι στο ραβδωτό όπλο είναι εξίσου σπουδαίο όσο και στο λειόκαννο, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Πολύ επιγραμματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο λειόκαννο το κοντάκι είναι αυτό που «σκοπεύει», ενώ στο ραβδωτό το κοντάκι είναι το ΜΕΣΟΝ δια του οποίου εμείς μπορούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση να σκοπεύσουμε. Και βέβαια στο ραβδωτό έχουμε ΔΥΟ ειδών σκοπεύσεις. Αυτή με τα ανοικτά σκοπευτικά και αυτή με διόπτρα. Είναι αρκετά εύκολο να κατασκευάσει κανείς ένα κοντάκι για το ένα είδος σκόπευσης ή για το άλλο. Είναι αρκετά δύσκολο να κατασκευάσεις ένα κοντάκι ή καλύτερα ένα ολόκληρο όπλο και για τα δύο είδη σκόπευσης. Και θα εξηγήσω το γιατί.
Όταν σκοπεύουμε με ανοιχτά σκοπευτικά, το κοντάκι πρέπει να είναι αρκετά χαμηλό, σχεδόν όπως στο λειόκαννο, με δύο επικρατέστερους τύπους, αυτόν που είναι γνωστός ως classic ή αγγλικός τύπος και το γερμανικό τύπο στις διάφορες παραλλαγές του. Όταν σκοπεύουμε τώρα με διόπτρα, το κοντάκι πρέπει να είναι όσο ψηλότερο γίνεται, έτσι ώστε όταν το ζυγωματικό του προσώπου βρίσκεται στο «χτένι», τότε το μάτι μας να είναι στο επίπεδο του οπτικού άξονα της διόπτρας, η οποία όμως λόγω του όγκου της και των βάσεων και των δαχτυλιδιών, βρίσκεται αναγκαστικά αρκετά ψηλότερα από την κάννη.
Από την άλλη, το μέγιστο ύψος του «χτενιού» του κοντακιού μπορεί να είναι όσο επιτρέπει το κινητό ουραίο τραβηγμένο στην πίσω-πίσω θέση του.
Εγώ ήθελα οπωσδήποτε ένα όπλο που να είναι το ίδιο εύχρηστο και με τα ανοιχτά σκοπευτικά και με τη διόπτρα. Για να γίνει αυτό απαιτείται όπως είπαμε ένας πολύ λεπτομερής σχεδιασμός πολλών στοιχείων του όπλου. Όσον αφορά, λοιπόν, το κοντάκι πρέπει να πάμε στο μεγαλύτερο δυνατό ύψος, στην όσο το δυνατόν χαμηλότερη τοποθέτηση της διόπτρας και σε αρκετά ψηλά σταθερά σκοπευτικά, τα οποία να είναι συμβατά με το ψηλό κοντάκι. Το «μάγουλο» του κοντακιού στα ραβδωτά όπλα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του κοντακιού, τελείως απαραίτητο για την άνετη τοποθέτηση του κεφαλιού επάνω στο κοντάκι την ώρα της σκόπευσης. Έχουμε τριών ειδών «μάγουλα»: τα αγγλικού τύπου ή «pancake», τα γερμανοαυστριακής σχολής και έναν τρίτο τύπο, μάλλον αμερικανικής πατρότητας. Τα γερμανικά είναι για χαμηλά κοντάκια με ανοιχτά σκοπευτικά. Αυτά του αγγλικού τύπου είναι εντάξει, αλλά όχι για ανθρώπους που «σέρνονται» προς τα εμπρός πάνω στο κοντάκι την ώρα που σκοπεύουν, όπως εγώ (διότι δεν είναι σε καλή επαφή με το πρόσωπο). Για αυτού του είδους τη στάση καταλληλότερος είναι ο τρίτος τύπος, ο οποίος είναι και ο πλέον καλαίσθητος. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, δηλαδή τη στάση κατά τη σκόπευση και την αισθητική, εντελώς άχρηστο είναι και το Monte Carlo, η «καμπούρα» ή το εξόγκωμα του κοντακιού στο κεντρικό τμήμα της ράχης του.
Η ΛΑΒΗ
Η λαβή του κοντακιού πρέπει να είναι πιστολοειδής. Αυτό γιατί το ραβδωτό όπλο:
α. έχει μία σκανδάλη (οπότε το χέρι μας δεν κινείται μπρος-πίσω).
β. βάλλει σχεδόν πάντοτε κατά σταθερού ή σχεδόν σταθερού στόχου.
γ. εξ αιτίας της μεγαλύτερης ανάκρουσης πρέπει το όπλο να πιέζεται κατά πίσω, δηλαδή προς τον ώμο μας, με μεγαλύτερη πίεση και αυτή η μεγαλύτερη πίεση να εξασκείται ευκολότερα από ένα κοντάκι με πιστολοειδή λαβή. Το σχήμα αυτής της λαβής παίζει επίσης μεγάλο ρόλο. Ο σωστότερος, γενικώς, άξονας πρέπει να είναι γύρω στις 45 μοίρες, γιατί σ’ αυτή τη θέση (δοκιμάστε το) το χέρι μας νιώθει πιο άνετα, αυτή είναι η φυσική του θέση. Καλό είναι, επίσης, η λαβή αυτή να παρουσιάζει μια υπέγερση από τη δεξιά μεριά και λίγο προς τη βάση (palm swell), για λόγους και πάλι εργονομίας. Είναι πολύ πολύ σημαντική η απόσταση από την πίσω και μπροστινή της επιφάνεια μέχρι τη σκανδάλη και αυτό για να βρίσκεται η πρώτη φάλαγγα του δείκτη στη σκανδάλη την ώρα που το υπόλοιπο χέρι σφίγγει τη λαβή.
ΟΙ ΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΝΤΑΚΙΟΥ
Η μικρή κλίση είπαμε ότι για ένα τέτοιο όπλο καθορίζεται ακριβώς από το να γλείφει ίσα-ίσα το ουραίο στην ανοικτή θέση. Η μεγάλη κλίση πρέπει να είναι μόλις 6 περίπου χιλιοστά μικρότερη. Και αυτό για να μη μας «πρήζει» το κοντάκι το πρόσωπο, την ώρα που το όπλο κλοτσάει κατά πίσω.
Η ΠΑΠΙΑ
Όταν μισοκλείσουμε την αριστερή μας παλάμη (γυρισμένη κατά πάνω), το σχήμα που δημιουργείται είναι ημικύκλιο αρκετά μικρής διαμέτρου. Επομένως, αυτό πρέπει να είναι το σχήμα και το μέγεθος της τομής τής πάπιας. Κανένας άνθρωπος δεν έχει τετράγωνο εσωτερικό παλάμης, ούτε αυτό το αντιαισθητικό σχήμα και όγκο της πάπιας τύπου Beaver – Tail (εκτός αν τυγχάνει ο κυνηγός να είναι και βαρκάρης με ειδικότητα στο κουπί).
Επίσης, το γερμανικό τελείωμα τύπου Schabel ή και η προσθήκη τελειώματος από έβενο ή κέρατο, ούτε ομορφαίνουν το κοντάκι, ούτε έχουν την παραμικρή λειτουργικότητα.
Όσο για το μήκος του κοντακιού είναι γενικά παραδεκτό ότι στα ραβδωτά «παίρνουμε» μήκος κοντακιού περίπου 13 χιλιοστά μικρότερο από αυτό του λειόκαννου. Έτσι στην περίπτωσή μου, που ρίχνω με περίπου 37εκ., το κοντάκι έγινε 36 εκ.
ΤΟ ΠΕΛΜΑ
Το πέλμα είναι επίσης πολύ σημαντικό για το ραβδωτό. Μπορεί κανένας να πει ότι για διαμέτρημα βαρύτερο του 30 06 είναι σοφό να χρησιμοποιείται λαστιχένιο πέλμα. Για ελαφρύτερα, όμως, διαμετρήματα τίποτε δεν είναι πιο αποτελεσματικό (από πλευράς προστασίας του ξύλου) από το μασίφ ατσάλινο πέλμα. Εδώ είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γιατί μασίφ ατσάλινα πέλματα παράγονται από ελάχιστους κατασκευαστές στον κόσμο και αυτοί είναι στην Αμερική και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι τα πέλματα που βάζουν οι Αμερικανοί στα όπλα τους είναι υπερβολικά κοντά (12 εκ.) και στενά. Αυτό βέβαια είναι καθαρή τρέλα, όπως και το πολύ κυρτό πέλμα. Όσο μικρότερη η επιφάνεια επαφής, τόσο μεγαλύτερη η πίεση στο συγκεκριμένο σημείο P (πίεση)=F (δύναμη)/Α (επιφάνεια), γνώσεις φυσικής Λυκείου!
Εκτός αυτού, τίποτε δεν ασχημαίνει τόσο πολύ ένα όπλο όσο ένα κοντό πέλμα. Το πέλμα πρέπει να είναι σχεδόν επίπεδο, ψηλό (τουλάχιστον 13,5 εκ.) και φαρδύ… στο 1/3 του ύψους για να μοιράζει την ανάκρουση σε μεγάλη επιφάνεια.
Ευτυχώς, σε μια γωνία ενός μαγαζιού κάποιου άλλου φίλου βρέθηκε ως δια μαγείας ένα παλαιό αχρησιμοποίητο μασίφ ατσάλινο πέλμα, το οποίο αγοράστηκε “αβλεπί” και διαμορφώθηκε. Σκαλίστηκε, σκαλίστηκαν οι κατάλληλες βίδες, αφού εφαρμόστηκαν επάνω του και όλο μαζί γυαλίστηκε και σκληρύνθηκε με τον παραδοσιακό τρόπο. Το πολύ καλό αποτέλεσμα μπορεί κανείς να το πιστοποιήσει από τη φωτογραφία.
ΤΟ ΠΕΛΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΟΕΙΔΟΥΣ ΛΑΒΗΣ
Σε ένα βιομηχανικό όπλο το πέλμα παλιά ήταν από βακελίτη. Σήμερα είναι από πλαστικό και μάλιστα με μία φέτα άσπρου πλαστικού ενδιάμεσα… για ομορφιά! Σε ένα καλό όπλο, φυσικά, το υλικό μπορεί να είναι μόνο ατσάλι, πολύ διακριτικού σχήματος, το οποίο συνήθως παίζει και το ρόλο του ασημένιου οβάλ των δικάννων, το σημείο δηλαδή όπου χαράσσεται το μονόγραμμα του ιδιοκτήτη του όπλου. Εδώ το μονόγραμμα σκαλίστηκε σε χρυσό ένθετο και με πολύ λεπτές γραμμές και από κάτω με πολύ μικρούς αριθμούς χαράχτηκε το έτος κατασκευής του όπλου: «2003». Και πάλι το σύνολο, μαζί με τις βίδες που το συγκρατούν, σκληρύνθηκε.
ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ
Όλος ο μηχανισμός του όπλου φινιρίστηκε από την αρχή. Δυστυχώς υπήρχαν σε ορισμένα σημεία του κάποια σκαλίσματα τα οποία δεν ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητα, αλλά ήταν αρκετά βαθιά για να «σβηστούν». Έτσι, λοιπόν, αποφασίσαμε μαζί με τον Phill, το σκαλιστή, να τα συμπεριλάβουμε μέσα στο γενικότερο σκάλισμα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ήταν καλό. Έτσι και έγινε. Σκαλίστηκαν, επίσης, τα δαχτυλίδια της διόπτρας και η πλάκα της αποθήκης. Το σκάλισμα είναι κλασικό, λιτό, αγγλικό σκρόλ. Το χιτώνιο (shroud) του κλείστρου σκληρύνθηκε και αυτό σε ταρταρούγα, ώστε να «δένει» με το πέλμα και το πέλμα της πιστολοειδούς λαβής. Όλη η επάνω επιφάνεια της κάννης ως τη βάση του πίσω σκοπευτικού, καθώς και η μπροστινή ράμπα, υπέστησαν την κατεργασία του stippling, το οποίο είναι ένα πολύ βαθύ ματάρισμα που γίνεται από τον σκαλιστή με ένα εργαλείο που κάνει μία κουκίδα. Όταν, λοιπόν, φτιάξουμε χιλιάδες τέτοιες κουκίδες, τη μία δίπλα στην άλλη, έχουμε μία πολύ ματ επιφάνεια που δεν αντανακλά το φως, δεν δημιουργεί ανταύγειες και βοηθάει στη σκόπευση με ανοιχτά σκοπευτικά.
Η ΨΑΘΑ
Μια πολύ δύσκολη και ανιαρή δουλειά, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντική, τόσο λειτουργικά όσο και αισθητικά, είναι η ψάθα. Η ψάθα κόβεται, για όσους δεν το γνωρίζουν, με το χέρι, γραμμή γραμμή, έως ότου σχηματιστούν τέλειοι ανάγλυφοι ρόμβοι ορισμένου μεγέθους, που βοηθούν πολύ να μη μας γλιστράει το κοντάκι και η πάπια μέσα στα χέρια. Μια σωστά κομμένη ψάθα δίνει μια ιδιαίτερη, ευχάριστη αίσθηση σιγουριάς στο κράτημα του όπλου. Η ψάθα μπορεί να καταστρέψει ή να αναδείξει την αισθητική ενός κοντακιού. Δεν ξέρω ποιος έφτιαξε την ψάθα στο κοντάκι του όπλου μου (ο Bob το έδωσε σε κάποιον που εμπιστεύεται για αυτή τη δουλειά), αλλά η ψάθα του αγγίζει το τέλειο. Ως προς το σχήμα και την πυκνότητά της, η επιλογή ήταν δική μου.
Το φινίρισμα του κοντακιού έγινε με σκέτο λινέλαιο από τον Bob. Η δουλειά πήρε γύρω στους 3 μήνες και είναι πράγματι εξαιρετική.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ
Στο κλασικό ραντεβού της έκθεσης της Νυρεμβέργης έρχονται όλοι οι πωλητές ξύλου (από τον τουρκικό Καύκασο) και βέβαια όσοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν. Εκεί, λοιπόν, πριν δύο χρόνια, μετά από πολύ πολύ ψάξιμο και πολιτισμένο ανατολίτικο παζάρι, κατάφερα να βρω ένα πολύ ωραίο κομμάτι καρυδιάς, σωστά κομμένο και σε αρκετά δελεαστική τιμή. Το ξύλο αυτό αφού συσκευάστηκε, στάλθηκε στη… Σουηδία όπου βρίσκεται ο Johnny Booberg, άριστος «μηχανουργός ξύλου», όπως θα τον αποκαλούσα, ο οποίος ειδικεύεται στην κατεργασία του εσωτερικού μέρους του κοντακιού των ραβδωτών κυνηγετικών όπλων, που ανήκουν σε συγκεκριμένους τύπους μηχανισμών (π.χ. Mauser, Manllicher, BRNO, SAKO κ.λπ.).
Όμως, μετά από μερικές μέρες, πήρα το ακόλουθο fax: «Αγαπητέ φίλε Ντίνο, έλαβα το ξύλο που μου έστειλες για κοντάκι Mauser. Είναι πράγματι εξαιρετικό, αλλά είναι και εξαιρετικά υγρό! Δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για 2 χρόνια περίπου! Στο μεταξύ σου στέλνω φωτογραφία με διάφορα άλλα ξύλα που έχω εδώ, μαζί με το δικό σου για σύγκριση. Αν σου κάνει κανένα, μπορείς να διαλέξεις».
Τη φωτογραφία με τα ξύλα τη βλέπετε. Δεν δυσκολεύτηκα να διαλέξω το δεύτερο από αριστερά, αν και δεν με ενθουσίαζε. Όταν όμως το όπλο τελείωσε, με περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το ξύλο, αν και όχι φανταχτερό, είχε βγάλει ένα ωραιότατο χρώμα, με θαυμάσιο κοντράστ στα νερά. «Έδενε» με την όλη εμφάνιση του όπλου, την απόλυτα λειτουργική και ωραία, χωρίς να παραείναι κομψή και έργο τέχνης και να σε κάνει να σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις το όπλο.
ΟΙ ΑΟΡΤΗΡΙΟΥΧΟΙ
Όσο αποκρουστική και άχρηστη προσθήκη είναι σε ένα καλό δίκαννο ο αορτήρας, τόσο απαραίτητος είναι σ’ ένα ραβδωτό κυνηγετικό όπλο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο πρώτος είναι αυτό καθεαυτό το βάρος του όπλου που πρέπει να κουβαληθεί. Ο δεύτερος ότι με το ραβδωτό περπατάμε συνήθως πολύ, σκαρφαλώνουμε, πάμε έρποντας κ.λπ. έως ότου φτάσουμε σε θέση βολής για το θήραμα. Ο τρίτος είναι ότι ο αορτήρας είναι χρησιμότατο εργαλείο για τη σταθεροποίηση του όπλου τη στιγμή της βολής, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο άλλο «βολικό» σημείο που μπορούμε να στηρίξουμε την πάπια του όπλου για να το σταθεροποιήσουμε. Φυσικά, ο αορτήρας πρέπει να είναι αποσπώμενος, διότι αν κάποτε κυνηγάμε μέσα σε πυκνό δάσος όπου γίνονται «μπηχτές» ας πούμε τουφεκιές, σε ζαρκάδια ή ελάφια, τότε πρέπει να μπορεί εύκολα να βγει για να μην αποτελεί εμπόδιο.
Τα τελευταία χρόνια έχει κυκλοφορήσει μια εξυπνότατη, απλή συσκευή, το δίποδο Harris. Αυτό προσαρμόζεται στον εμπρόσθιο αορτηριούχο και με μία απλή κίνηση τα πόδια ή «μαζεύουν» παράλληλα με το όπλο ή εκτείνονται έτσι ώστε να αποτελούν μία σταθερότατη πλατφόρμα, η οποία όποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μπορεί να δώσει βολή ακριβείας που πλησιάζει το Σταθερό Πάγκο Βολής (Blench Rest).
H ΔΙΟΠΤΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΤΗΣ
Υπάρχει ένας χρυσός κανόνας: Ποτέ μην αγοράζετε διόπτρα μεταχειρισμένη, διότι δεν ξέρει ποτέ κανείς τι χτυπήματα και τι ταλαιπωρίες έχει υποστεί πριν φτάσει στα χέρια του. Εγώ, βέβαια, παρέβην τον κανόνα όταν βρήκα μία ωραιότατη διόπτρα 4Χ Swarovski, με εξαιρετικά οπτικά και ατσάλινο σώμα.
Είχα τη δυνατότητα να τη συγκρίνω και με άλλες εξίσου επώνυμες, όπως Zeiss ή άλλες Swarovski και η διαύγεια και η ευκρίνειά της με εντυπωσίασαν, μαζί βέβαια με την εξαιρετικά χαμηλή τιμή! Ήταν, επίσης, κατάλληλη για το είδος αυτό της προσαρμογής στο όπλο, με τα Clow Mounts που είπαμε στην αρχή! Όπου με αυτό το σύστημα -το οποίο είναι πολύ σταθερό και πολύ χαμηλό- υπάρχει όπως πάντα και ένα μειονέκτημα, το οποίο είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε διόπτρες μικρού όγκου και μεγέθους, διότι στο βάλσιμο και το βγάλσιμο η διόπτρα περιστρέφεται σε ένα κάθετο ημικύκλιο με κέντρο τη βάση του εμπρόσθιου δαχτυλιδιού. Έτσι είναι προφανές ότι αν αυτό το κέντρο είναι λίγο πίσω ή αν η διάμετρος του αντικειμενικού (εμπρόσθιου) φακού είναι πολύ μεγάλη, η περιστροφή αυτή θα είναι αδύνατη, γιατί το ΚΑΤΩ μέρος του αντικειμενικού θα προσέκρουε στο πάνω μέρος της κάννης.
Η σταθερής μεγέθυνσης διόπτρα των 4Χ είναι απολύτως ικανοποιητική για τα «ευρωπαϊκά» κυνήγια που είναι σχεδιασμένο το όπλο, δηλαδή ζαρκάδι, ελάφι, αγριογούρουνο, αγριόγιδο, άλκη κ.λπ., δεδομένου ότι τίποτε από όλα αυτά δεν χτυπιέται συνήθως σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 200 μέτρων.
Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Έφτασε, λοιπόν, η πολυπόθητη στιγμή της τελικής συνάντησής μου με το νέο απόκτημα. Το όπλο στάλθηκε από το Birmingham στη Σκοτία, στο μαγαζί του Neal στο Aberdeen, από όπου και το πήραμε. Ομολογώ ότι ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Από την πρώτη ματιά. Αυτό ήταν το όπλο μου. Την επόμενη μέρα έγιναν οι πρώτες δοκιμές.
Έφτασε η στιγμή. Πίσω από το σπίτι του φίλου μας, του Paul, υπάρχει ένας λόφος με ρίκι, αλλά πριν την ανηφοριά υπάρχει ένα πλάτωμα μήκους τουλάχιστον 200 μέτρων. Αυτό είναι και το πεδίο βολής μας. Είναι απολύτως κατάλληλο γιατί όπως συμβαίνει με τα ραβδωτά πρέπει ΠΑΝΤΑ να βλέπεις το πού θα τερματίσει η σφαίρα (εδώ φυσικά στο λόφο). Για τις δοκιμές αυτές υπάρχει ένα παλιό μεταλλικό τραπέζι και για κάθισμα (όπως βλέπετε στη φωτογραφία) μια παλιά λεκάνη τουαλέτας! Οι πρώτες βολές, 5 τον αριθμό, έγιναν με έτοιμα πυρομαχικά στα 100 μέτρα, με σφαίρες των 150 grains και τη βοήθεια του δίποδου Harris. Ο Paul τρέχει στο στόχο. Αγωνία. «Τρεις, μόνο», μου φωνάζει πλησιάζοντας, και μετά, «Bloody Hell!» (απρεπής έκφραση θαυμασμού ή εκπλήξεως). Οι δύο σφαίρες (που έλειπαν) έχουν περάσει μέσα από την ίδια σχεδόν τρύπα! Το συνολικό γκρουπ είναι μικρότερο από 1 ίντσα (1 M.O.A.)! Επικρατεί γενικός ενθουσιασμός. Ξαναρίχνουμε με τα ίδια αποτελέσματα. Ξαναρίχνουμε με σφαίρες που τις γεμίζουμε εκεί επί τόπου. Πυρίτιδα Vitavouri, κάλυκες Larua, βλήματα Speet 150 grain Boat tail, Soft Point Spitser.
Ακόμα μικρότερο… γκρουπ. (Στο κεφάλαιο αυτό της αναγομώσεως σφαιρών, το οποίο είναι τρομακτικά ενδιαφέρον και σε αντίθεση με το γέμισμα των φυσιγγίων των λειόκαννων, όπου ποτέ δεν μπορεί ερασιτεχνική γόμωση να συγκριθεί με καλή εργοστασιακή, ίσως αναφερθούμε διεξοδικά κάποια άλλη φορά). Στο σημείο αυτό, ιδού μία τελευταία λεπτομέρεια.
Τα ραβδωτά όπλα έχουν πολύ έντονες και συγκεκριμένες «προτιμήσεις» σε κάποια πυρομαχικά, δίνοντας σαφέστατα μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια. Αυτό είναι γνωστό από όλους τους ειδικούς και περιγράφεται σαφώς σε εξειδικευμένα βιβλία. Οι δε αγώνες ακριβείας (Benchrest) είναι κατά το ήμισυ ικανότητα σε τρομακτικής ακρίβειας και ομοιομορφίας αναγόμωση και κατά το άλλο ήμισυ σκοπευτικής δεινότητας. Το βράδυ στο τραπέζι ήπιαμε δύο-τρία ποτηράκια καλό κρασί για τις ευχές και τα καλορίζικα. Το Mauser από τους Bob, Johnny, Phill, Richard και με τη δική μου μικρή συνεισφορά μπήκε σε ενεργό υπηρεσία. Είθε να είναι καλότυχο και κάποια μέρα να μπορέσει νόμιμα να ταξιδέψει νότια και να ζήσει στην Ελλάδα.