Ένας ολοκληρωμένος σκοπευτής-κυνηγός πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές και τις μεθόδους σωστά για να έχει υψηλό ποσοστό ευστοχίας στο κυνήγι.
Οι εμπειρίες ανάλογων βολών είναι καταχωρημένες στο υποσυνείδητο και αν αυτές είναι πολλές και παρόμοιες κι έχουν εκτελεστεί σωστά πολλές φορές στο παρελθόν, η εκτέλεση θα γίνει αυθόρμητα και συνήθως με καλό αποτέλεσμα.
Ο χρόνος που χρειάζεται ο σκοπευτής αγώνων πήλινου στόχου είναι γύρω στα 0,50 έως 0,70 του δευτερολέπτου, για να έχει πλήρη ανάλυση και εκτέλεση της βολής. Στο κυνήγι, ο χρόνος αυτός μπορεί και συνήθως γίνεται μεγαλύτερος, ειδικά στο καρτέρι που έχουμε οπτική επαφή μεγαλύτερης διάρκειας από ότι στο ψαχτό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις του κυνηγίου όπως και στον πήλινο στόχο, το όπλο δεν πρέπει να μείνει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα επωμισμένο σε κίνηση. Η κίνηση του όπλου πρέπει να είναι σχετικά μικρή μαζί με το σώμα προς το στόχο, εφ’ όσον έχουμε αυτή τη δυνατότητα και με τα πόδια σε σωστή θέση. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα σε ένα ξαφνικό ξεπέταγμα μιας μπεκάτσας που ενδεχομένως τα χέρια πρέπει να σπρώξουν το όπλο πολύ γρήγορα προς την κατεύθυνσή της, αλλιώς μπορεί να μην έχουμε άλλη ευκαιρία. Εδώ το όπλο θα επωμισθεί και θα κινηθεί ακαριαία (σχεδόν) προς το πουλί και θα γίνει η λεγόμενη “μπηχτή” τουφεκιά που συνήθως έχει και καλό αποτέλεσμα. Γιατί αυτό; Μα επειδή τις περισσότερες φορές γίνεται ενστικτωδώς σε ιοντική απόσταση με ανοιχτό τσακ και φυσίγγι διασποράς, οπότε οι αποκλίσεις είναι μικρές και το μικρό λάθος που μπορεί να γίνει, δεν διώχνει τη μεγάλη δέσμη σκαγιών εκτός στόχου. Σε μεγαλύτερες όμως αποστάσεις, π.χ. στα 20-30 μ. τα μικρά λάθη μεγαλώνουν τις αποκλίσεις και στα 35-45 μ. το παραμικρό λάθος επιφέρει αποκλίσεις μέτρων από το στόχο.
Για να μάθουμε τη τέλεια θεωρητικά επώμιση, πρέπει να τη διδαχτούμε και να την εφαρμόσουμε σε συγκεκριμένους στόχους που μπορούμε να τους επαναλάβουμε πολλές φορές με την καθοδήγηση και τις διορθώσεις που θα χρειαστούν κάθε φορά από έναν έμπειρο σκοπευτή ή εκπαιδευτή σκοποβολής. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα σε σκοπευτήριο ή ακόμη και με μία απλή μηχανή εκτόξευσης δίσκων στην εξοχή. Πρώτα θα μάθουμε να επωμίζουμε σε αργούς εύκολους στόχους μέσης απόστασης, π.χ. στα 20-30 μ. και στη συνέχεια σε μακρινούς αργούς, μακρινούς γρήγορους, κοντινούς αργούς, κοντινούς γρήγορους. Βέβαια, αυτό το πλήρες σενάριο για όλων των ειδών τους στόχους, το βρίσκουμε μόνο σε γήπεδο σκοπευτηρίου κυνηγετικής σκοποβολής. Όμως επιμένω ότι και μια απλή μηχανή εκτόξευσης δίσκων θα σας βοηθήσει να μάθετε να επωμίζετε σωστά, αρκεί να σας το δείξει κάποιος εκπαιδευτής.
Λέγοντας επώμιση, οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους σαν πρώτο πράγμα να φέρουν το όπλο στον ώμο και στη συνέχεια να ευθυγραμμίσουν το μάτι στη ρίγα, ακουμπώντας το μάγουλο στο κοντάκι. ΛΑΘΟΣ! Το κοντάκι θηλυκώνει στην ωμική ζώνη, για να έχει την απαιτούμενη στήριξη συγχρόνως με την επαφή του στο ζυγωματικό. Το όπλο δηλαδή ανεβαίνει με τη βοήθεια των χεριών για να έρθει σε επαφή με το μάγουλο και το πάνω μέρος του κοντακίου να σταματήσει στο ζυγωματικό. Το κεφάλι δεν πρέπει να κινηθεί καθόλου προς τα κάτω ή προς το πλάι για να έρθει σε επαφή με το κοντάκι. Το κοντάκι ανεβαίνει και έρχεται σε επαφή με το κεφάλι. Το κοντάκι που είναι στα μέτρα μας θα ανέβει εύκολα και στη συνέχεια το μάτι μας είναι τέλεια ευθυγραμμισμένο με τη ρίγα. Αυτό σημαίνει ότι η κάννη του όπλου κοιτάζει εκεί που κοιτάζουν τα μάτια μας και σκοπεύει εκεί που στοχεύει το κυρίαρχο μάτι. Στη συνέχεια, για να κινηθεί η κάννη και να οδηγηθεί στη σωστή προσκόπευση, πρέπει να συμβούν τα εξής: 1) Τα μάτια δεν πρέπει να ξεφύγουν από την ευθυγράμμιση με τη ρίγα. 2) Το σώμα να γυρίσει μαζί με το κεφάλι και το όπλο προς τον κινούμενο στόχο. 3) Τα χέρια (ειδικά στις τραβέρσες από δεξιά προς τα αριστερά) να μην τραβήξουν το όπλο προς την κατεύθυνση του στόχου με ακίνητο το σώμα. 4) Τα μάτια εστιάζουν έντονα στο στόχο. Οι παλιοί έλεγαν να βλέπουμε στο κεφάλι του πουλιού και αν είναι δυνατόν, να δούμε το μάτι του. Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μας δώσουν να καταλάβουμε πόσο έντονα πρέπει να εστιάζουμε στο στόχο.
Ένα από τα βασικότερα στοιχεία για την επώμιση
Με τι ταχύτητα πρέπει να φέρουμε το όπλο στη θέση της επώμισης; Από τις προσωπικές μου εμπειρίες και γνώσεις, θα έλεγα ότι αυτό μας το καθορίζει ο στόχος. Αν ο στόχος κινείται αργά και έχει αναγνωρισθεί από απόσταση, τότε αρχίζουμε αργή επώμιση με σύγχρονη κίνηση του σώματος προς αυτόν. Σε μια μακρινή τραβέρσα που ο στόχος, έστω και φαινομενικά, κινείται αργά, η αίσθηση που πρέπει να έχουμε είναι ότι ο στόχος είναι δεμένος με μία ακτίνα που ξεκινά από το στέρνο μας. Αν λοιπόν από τη στιγμή που αρχίζουμε την επώμιση μέχρι τη βολή χρειαζόμαστε 1”, τότε μια αρμονική κίνηση έχει ως εξής: Από τη θέση ετοιμότητας που είναι το όπλο (θέση ετοιμότητας λέμε τη θέση που βρίσκεται το όπλο πριν ξεκινήσει η επώμιση και είναι το κοντάκι στο ύψος του ισχίου και οι κάννες λίγο πιο κάτω από το ύψος των ματιών), χρησιμοποιούμε τα 5/10 του δευτερολέπτου για να έρθει το όπλο στην επώμιση και τα 5/10 για παρακολούθηση στόχου. Σε αυτά τα πρώτα 5/10 το όπλο θα ξεκινήσει αρμονικά προς το στόχο και έτσι όταν φτάσει στην επώμιση, είναι πολύ κοντά στην ταχύτητα που χρειάζεται και στην προσκόπευση, ώστε με τα υπόλοιπα 5/10 του δευτερολέπτου να ολοκληρώσουμε τη βολή σε απόλυτο συγχρονισμό με το στόχο. Τα δεύτερα 5/10 μπορεί να παραταθούν μερικές φορές όταν ο στόχος αλλάξει λίγο από την πορεία του, ώστε να γίνει στιγμιαία διόρθωση. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι πολλοί σκοπευτές κυνηγοί έχουν διαφορετική αίσθηση σε αυτό το μοίρασμα του χρόνου. Θα δούμε σκοπευτές να είναι επωμισμένοι πολύ γρήγορα και στη συνέχεια το σώμα με το όπλο στην επώμιση να κινείται περισσότερη ώρα με το στόχο. Άλλοι πάλι ξεκινούν την κίνηση του σώματος και την επώμιση και εξαντλούν όλον το χρόνο ανεβάζοντας πολύ αργά το όπλο, έτσι ώστε όταν φτάσει στην επώμιση, συγχρόνως τραβούν και τη σκανδάλη.
Θα εξετάσουμε αυτές τις δύο περιπτώσεις και θα δούμε τα υπέρ και τα κατά για κάθε μία από τις δύο.
- Στην περίπτωση της γρήγορης επώμισης όπου το όπλο κινείται περισσότερη ώρα επωμισμένο, οι κίνδυνοι είναι οι εξής: Να χαλαρώσουμε την εστίαση προς το στόχο και ασυναίσθητα να ελέγχουμε την κάννη και το στόχαστρο περισσότερο από ότι χρειάζεται η κάννη σε σχέση με το στόχο. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος να επωμίσουμε αρκετά πιο μακριά από το στόχο, εφ’ όσον αυτός κινείται επειδή η επώμισή μας είναι σχεδόν στατική και κατόπιν, αν έχουμε πέσει πολύ πίσω από το στόχο, να τρέχουμε το όπλο με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα για να τον σκουπίσουμε, με αποτέλεσμα το τράβηγμα της σκανδάλης να μη γίνει εκεί που πρέπει. Αν πάλι πέσουμε πολύ μπροστά, θα αναγκαστούμε να επιβραδύνουμε, οπότε κινδυνεύουμε να μείνουμε πίσω, γιατί την τελευταία στιγμή, πατώντας τη σκανδάλη, σταματάμε και ο στόχος έχει προσπεράσει.
Με τη μέθοδο αυτή έχουμε στα υπέρ τη διόρθωση σε περίπτωση αλλαγών της πορείας του στόχου, ειδικά για τις μακρινότερες αποστάσεις που η ταχύτητα της κάννης είναι σχετικά μικρή και η κίνησή της προς τις αλλαγές διεύθυνσης μικρή και ομαλή.
Σε γρήγορους κοντινούς στόχους αυτό δεν γίνεται, γιατί οι αλλαγές πορείας, π.χ. ενός τρυγονιού, δημιουργούν μεγάλες γωνιακές αποστάσεις που το όπλο αδυνατεί να παρακολουθήσει εφ’ όσον είναι επωμισμένο.
- Στις περιπτώσεις σκοπευτών-κυνηγών που εξαντλούν όλο το χρονικό περιθώριο, ώστε κινούμενοι προς το στόχο επωμίζοντας τραβούν τη σκανδάλη, έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα (εφ’ όσον και εδώ δεν γίνει σταμάτημα της κίνησης κατά το τράβηγμα της σκανδάλης) σε γρήγορους κοντινούς και μεσαίας απόστασης στόχους. Με αυτή τη μέθοδο το μάτι δεν φεύγει από το στόχο και το ένστικτο υπερισχύει του μαθηματικού συνειδητού υπολογισμού, με θετικά αποτελέσματα.
Όμως, η διόρθωση λάθους είναι πάρα πολύ δύσκολη ως και απίθανη υπόθεση και αυτό επειδή η εντολή πατήματος της σκανδάλης έχει δοθεί ήδη από την αρχή της επώμισης, οπότε με το ακούμπημα του κοντακίου στο μάγουλο, η τουφεκιά φεύγει προς τα εκεί που έχει γίνει η ανάλυση του στόχου κατά τη διάρκεια του ανεβάσματος του όπλου.
Η μέθοδος αυτή, όπως προαναφέραμε, έχει πολύ καλά αποτελέσματα σε γρήγορους κοντινούς και μέσης απόστασης στόχους. Αρχίζει να χάνει όταν έχουμε στόχους διαφορετικών αποστάσεων και ταχυτήτων, ειδικά στις μεγάλες αποστάσεις. Εκεί δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή τη μέθοδο και θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω γιατί. Εάν έχουμε κινηθεί με αυτόν τον τρόπο σε μερικούς γρήγορους και κοντινούς στόχους και αμέσως μετά εμφανιστεί ένας αργός μακρινός, το πιθανότερο είναι να σηκώσουμε το όπλο με τον ίδιο τρόπο που τουφεκίσαμε τον προηγούμενο κοντινό στόχο και το αποτέλεσμα θα είναι η τουφεκιά μας να φύγει πολύ μπροστά, επειδή η κεκτημένη ταχύτητα κίνησης προς τους κοντινούς μάς κάνει να κινηθούμε με περισσότερη ταχύτητα απ’ ότι χρειάζεται ένας μακρινός στόχος που μας επιβάλλει να κινηθούμε πολύ πιο αργά, εφ’ όσον η γωνιακή ταχύτητα του στόχου μεταβάλλεται σε πολύ αργότερο χρόνο καλύπτοντας πολύ μεγαλύτερη απόσταση. Θέλει πολύ μεγάλο έλεγχο κίνησης και εμπειρία για να βγουν τέτοιες τουφεκιές.
Πιστεύω ότι ένας ολοκληρωμένος σκοπευτής-κυνηγός πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές και τις μεθόδους σωστά για να έχει υψηλό ποσοστό ευστοχίας στο κυνήγι.
Στην περίπτωση των μακρινών στόχων, η παρακολούθηση με το όπλο επωμισμένο είναι η ασφαλέστερη μέθοδος για να σιγουρευτούμε ότι το όπλο διατηρεί σωστή ταχύτητα και προσκόπευση με το στόχο.
Γι’ αυτό το λόγο, πιστεύω ότι η μέση λύση που ανέφερα στην αρχή με το σύγχρονο ξεκίνημα κίνησης σώματος, σηκώματος όπλου στην επώμιση και λίγη παρακολούθηση είναι το ιδανικότερο. Η τεχνική αυτή εύκολα μπορεί να οδηγηθεί αν χρειάζεται προς τις δύο άλλες μεθόδους, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Σε μακρινούς αργούς, η παρακολούθηση με το όπλο επωμισμένο μπορεί να παραταθεί λίγο και στους γρήγορους κοντινούς να μην υπάρξει καθόλου παρακολούθηση.
ΤΕΛΕΙΟ ΆΡΘΡΟ
ΤΕΛΕΙΟ ΆΡΘΡΟ