Μια αξέχαστη περιπέτεια, σε ένα διαφορετικό παράδεισο
Με τον Γιώργο Νικολαΐδη συναντιόμαστε κάθε φορά που οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τού επιτρέπουν να ξεκλέψει κάποιο τριήμερο και να βρεθεί στην Ελλάδα…
Μόνιμος κάτοικος Βουλγαρίας, στέλεχος εδώ και χρόνια μεγάλης εταιρείας τηλεπικοινωνιών, επιμένει να συνδυάζει τη σκληρή δουλειά και την επίσκεψη σε κυνηγετικούς παραδείσους, με τίμημα τη νοσταλγία της πατρίδας του.
Και εκεί όμως βρίσκει τη λύση, κρατώντας κάποιες μέρες άδειας κάθε χρόνο για τα γουρούνια και τις μπεκάτσες του τόπου καταγωγής του, της ορεινής Θεσπρωτίας.
«Μεθυστικό άρωμα»
Η εμμονή μου τον τελευταίο καιρό να μεταφέρω κυνηγετικές εμπειρίες του Γιώργου από το εξωτερικό δεν είναι τυχαία. Στο βαθμό που ο περιορισμένος χρόνος του δεν του επιτρέπει να γράψει ο ίδιος, επιλέγω να μεταφέρω στους αναγνώστες τις εμπειρίες του, θεωρώντας τες ιδιαίτερα χρήσιμες. Χρήσιμες γιατί όπως λέμε και για τα όπλα, μόνο αν γνωρίσεις το καλύτερο μπορείς να επιλέξεις σωστά και να διαμορφώσεις το «εφικτό». Βλέποντας, ακριβέστερα διαβάζοντας, το θηραματικό πλούτο, την κυνηγετική παιδεία, την περιβαλλοντική μέριμνα και κυρίως τις πολλαπλές επιλογές ενός κατοίκου τού εξωτερικού, μπορούμε να οραματιστούμε και ίσως να δουλέψουμε για να οικοδομήσουμε το δικό μας παράδεισο. Γιατί βέβαια αν κανείς κρατήσει από ένα τέτοιο άρθρο μόνο τα νούμερα της θηραματικής κάρπωσης, ίσως δεν του αξίζει μία καλύτερη χώρα και μια καλύτερη κυνηγετική πραγματικότητα. Μάθαμε σ’ αυτή τη χώρα, ίσως με ευθύνη των ιθυνόντων και με απλή δική μας συνενοχή, να θέλουμε κάρπωση χωρίς να δουλεύουμε γι’ αυτή.
Στα καταναλωτικά αγαθά αυτό χαρακτηρίζεται ως «κλοπή». Γιατί μόνο έτσι μπορείς να αποκτήσεις κάτι χωρίς να έχεις κοπιάσει γι’ αυτό, χωρίς να έχεις δουλέψει, χωρίς τελικά να έχεις προκαταβάλλει το τίμημα που σχετίζεται άρρηκτα με την απόλαυση της ιδιοποίησης αγαθών.
Ένας άλλος λόγος που επιμένω να μεταφέρω τις εξορμήσεις του Γιώργου στα Βαλκάνια, είναι ότι κουβαλάνε το άρωμα των εξορμήσεων εκείνων που πολλοί από μας θα ήθελαν να γευτούν. Είναι η υλοποίηση μ’ άλλα λόγια των δικών μας ονείρων. Τουλάχιστον αυτό το άρωμα απολαμβάνω εγώ στις αφηγήσεις του Γιώργου, και πρέπει να ομολογήσω ότι θέλω πολύ να το μεταφέρω στον αναγνώστη, παρόλο που η κύρια δουλειά μου είναι ο ξύλινος, άχρωμος και άοσμος λόγος των καθαρά τεχνικών και βλητικών αναλύσεων. Αν τελικά δεν τα καταφέρω, θα είμαι τουλάχιστον ικανοποιημένος που το προσπάθησα. Ας έρθουμε όμως στην τελευταία αφήγηση.
Εντυπωσιακή οργάνωση
Ήταν μέσα του Γενάρη τη φετινή χρονιά. Ο Γιώργος είχε ένα φίλο και συνάδελφο στη γειτονική Ρουμανία, στέλεχος της ίδιας εταιρείας με εκείνον. Ανιχνεύοντας κάποιες γνωριμίες του φίλου του αποφάσισαν από κοινού να κάνουν μία κυνηγετική εξόρμηση εκεί. Ο Γιώργος αποζητούσε περισσότερο την εμπειρία του κυνηγίου σε άλλη μία χώρα, ανεξάρτητα από το θήραμα που θα βόλευε να κυνηγήσουν εκείνη την εποχή. Επέλεξαν από κοινού να αποφύγουν ιδιωτικές ρεζέρβες και να κυνηγήσουν σε δημόσια έκταση, σε κάμπο. Ο τόπος που επέλεξαν, διέθετε καλύτερες προσβάσεις και ήταν 75 μόλις χιλιόμετρα από το Βουκουρέστι με κατεύθυνση προς την Κονστάτζα. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να μείνουν σε ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, ξέροντας ότι ο κυνηγότοπος απείχε λίγο περισσότερο από μία ώρα. Ο τοπικός σύλλογος τούς παραχώρησε μία έκταση που ο Γιώργος θα στοιχημάτιζε ότι ήταν συγκρίσιμη σε μέγεθος με το θεσσαλικό κάμπο. Και το πιο περίεργο! Σε όλη την έκταση αυτή για δύο μέρες θα κυνηγούσαν μόνο αυτοί! Το ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν ότι δεν υπήρχε ενοίκιο στον κυνηγετικό σύλλογο για όλη αυτή την έκταση, παρά μόνο 50€ ημερήσια συμμετοχή από τον καθένα τους για την αμοιβή του συνοδού – θηροφύλακα και ενός κυνηγού του συλλόγου που συμμετείχε προσφέροντας τα τρία Κούρτσχααρ του για τη διεξαγωγή του κυνηγίου!
Η απεραντοσύνη του κάμπου
Οι άνθρωποι του συλλόγου ξεκαθάρισαν εξαρχής ότι επιτρεπόντουσαν όλα τα αποδημητικά θηράματα και από ενδημικά μόνο ο φασιανός και ο λαγός. Τους ενημέρωσαν ακόμη για το κόστος του κάθε θηράματος που αποτελεί και τη μοναδική πρόσοδο του κυνηγετικού συλλόγου: 30€ κάθε λαγός, 15€ κάθε φασιανός και 30€ η χήνα.
Οι δύο Έλληνες εντυπωσιάστηκαν από την πρώτη στιγμή από τρία πράγματα: την απεραντοσύνη του συγκεκριμένου κάμπου, τις αμέτρητες αγριόχηνες και την εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία, που έκανε το θερμόμετρο να φλερτάρει με τους 22 βαθμούς υπό το μηδέν. Ως γνήσιοι φυσιολάτρες κυνηγοί, απέφυγαν να πεταχτούν έξω από το αυτοκίνητο και προτίμησαν να περιπλανηθούν το πρώτο πρωινό με το αυτοκίνητο θαυμάζοντας τις χήνες και την απεραντοσύνη του κάμπου. «Γυρνάγαμε από τόπο σε τόπο μισή μέρα με το αυτοκίνητο και δεν συναντήσαμε ούτε ένα λοφάκι σε αυτό τον ατελείωτο κάμπο, ούτε ένα κατοικημένο σπίτι», μου έλεγε ο Γιώργος Νικολαΐδης. Μονάχα ριμαγμένες αγροικίες, κλειδαμπαρωμένες, βρήκαν στο δρόμο τους. Τα σπίτια αυτά όπως τους εξήγησαν οι ντόπιοι συνοδοί τους, χρησίμευαν για τους επιστάτες των γύρω καλλιεργειών επί «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η αίσθηση της περιπέτειας νωπή και αισθητή
Περπάτησαν αρκετές ώρες κυνηγώντας λαγούς και φασιανούς και προσπαθώντας να προσεγγίσουν τις αμέτρητες, διάσπαρτες χήνες. Όμως τα χωράφια ήταν παντού οργωμένα και οι πυκνές γράνες γύρω από τα αρδευτικά κανάλια δεν χρησίμεψαν ιδιαίτερα ως προκάλυμμα για την προσέγγιση των παμπόνηρων θηραμάτων.
Το κυνήγι του λαγού γινόταν σε παγάνα, αλλά τι παγάνα να κάνουν δυο κυνηγοί και οι δύο βοηθοί τους, ο άνθρωπος του συλλόγου που τους συνόδευε και ο κυναγωγός των τριών κούρτσχααρ; Σε κάθε περίπτωση, το λαγοκυνήγι εκεί στη μακρινή Ρουμανία δεν είχε την αίγλη του λαγοκυνηγίου στον τόπο μας. Όμως η αίσθηση της περιπέτειας παρέμενε νωπή και αισθητή όσο και το κρύο, που κανένα κατάλληλο ντύσιμο δεν μπορούσε να ακυρώσει. Οι φασιανοί, αντίθετα με τους λαγούς που βρισκόντουσαν κρυμμένοι καταμεσίς στα οργώματα, είχαν για καταφύγιό τους τις γράνες δίπλα στα αρδευτικά κανάλια. Άγρια και δύσκολα πουλιά, κοτάριζαν ώρα ώσπου να σηκωθούν, κάποιες φορές σε οριακές αποστάσεις. Το κυνήγι θα ήταν πολύ πιο απολαυστικό αν οι πρωταγωνιστές εκείνης της κυνηγετικής ημέρας, τα τρία Κούρτσχααρ, είχαν εμπειρία και συμπεριφορά σκύλου φέρμας. Όμως μόνο το ένα από αυτά, το πιο γέρικο, ηλικίας οκτώμιση περίπου ετών, κυνηγούσε ικανοποιητικά.
Όσο φυσιολάτρης και αν είσαι, όσο και αν αδιαφορείς για τα νούμερα και συνδέεις την κυνηγετική απόλαυση με την αρτιότητα του στυλ και μόνο, δεν μπορείς να μη συγκινηθείς από μια κυνηγετική κάρπωση σαν αυτή που είχαν ο Γιώργος και ο Παναγιώτης. Δύο ημέρες κυνηγίου απέφεραν 30 περίπου λαγούς και 25 περίπου φασιανούς. Και ακόμα προσέφεραν αυτές οι δύο μέρες μοναδικές συναντήσεις και σκιρτήματα με αμέτρητες χήνες που τελικά δεν προσεγγίστηκαν και με αρκετά ζαρκάδια που την εποχή εκείνη απαγορευόταν το κυνήγι τους εκεί.
Απλοί ισότιμοι κανόνες
Αναρωτήθηκαν στο τέλος αυτού του κυνηγίου, ποια περιβαλλοντική μέριμνα, ποια κυνηγετική παιδεία, ποια θηραματική πολιτική και εν τέλει ποιες τεχνικές διαχείρισης είναι ικανές να διασφαλίσουν τη διαιώνιση και την αειφορία ενός τόσο πλούσιου βιοτόπου. Ρώτησαν τους συνοδούς τους και εντυπωσιάστηκαν, διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά ότι οι κυνηγετικοί παράδεισοι δεν βασίζονται σε πολύπλοκες και δυσνόητες τεχνικές, αλλά σε απλούς κανόνες. Αρκεί αυτοί οι κανόνες να ισχύουν ισότιμα για όλους και να τηρούνται από όλους. Οι υπεύθυνοι της περιοχής ορίζουν, ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται κάθε χρόνο ο βιότοπος, των αριθμό θηραμάτων που επιτρέπεται να κυνηγηθούν. Οι 30 λαγοί για παράδειγμα, που χτυπήθηκαν από τον Γιώργο Νικολαΐδη και τον Παναγιώτη Βουζουλίδη, ήταν αρκετοί για να σηματοδοτήσουν τη λήξη της περιόδου του λαγού στη συγκεκριμένη περιοχή. Προέρχονταν από τους «τόπους» ενός καλά φυλασσόμενου θηραματικού κεφαλαίου που θα έπρεπε τον υπόλοιπο χειμώνα να προστατέψουν οι αρμόδιοι, για να προσφέρει στους επισκέπτες της περιοχής αντίστοιχα θηράματα και τον επόμενο χρόνο.
Είθε το άρθρο αυτό να μην αντιμετωπιστεί ως συνήθως με μία αρνητική κριτική του κυνηγίου λαγού με παγάνα, που δεν αρμόζει στο στυλ και τις παραδόσεις του λαγοκυνηγίου στον τόπο μας. Το ζητούμενο άλλωστε είναι πώς θα διασφαλίσουμε αντίστοιχο θηραματικό πλούτο και στη χώρα μας, για να τον καρπωθούμε νόμιμα και με όποιο τρόπο αρμόζει στη δική μας κυνηγετική κουλτούρα και παράδοση.