Χειροποίητα «περιθωριακά» δίκαννα για υδρόβια

Στο κυνήγι των υδροβίων οι παπιοκυνηγοί θεωρούν αναντικατάστατο το αυτογεμές. Και δεν είναι μόνο η δυνατότητα τρίτης βολής που σε ένα κοπάδι παπιών αποδεικνύεται συχνά ιδιαίτερα χρήσιμη. Είναι και η ευκολία με την οποία συναντούν στην εγχώρια αγορά αυτογεμή με θαλάμες magnum ή super magnum, σε αντίθεση με τη σπανιότητα τέτοιων δίκαννων.

Αλλά ακόμα και στο ενδεχόμενο που θα εντοπίσει κάποιος ένα δίκαννο ικανό να βάλει φυσίγγια magnum και super magnum, το λάκτισμα θα είναι ανυπόφορο για το χρήστη του όπλου. Τι γινόταν παλιότερα πριν ανακαλυφθούν τα αυτογεμή και λίγο αργότερα, όταν είχαν μεν ανακαλυφθεί, αλλά δεν είχαν γνωρίσει ακόμα ιδιαίτερη διάδοση;
Γινόντουσαν κατά τη γνώμη μου κάποια πράγματα πολύ πιο σωστά και ευκολότερα, ερμηνεύσιμα με τις αρχές της βλητικής του λειόκαννου.
Σήμερα, θεωρώ υπερβολή τη χρήση φυσιγγίων magnum και super magnum, στο βαθμό που ακόμα επιτρέπεται η χρήση μολυβένιων σκαγίων στους υδροβιότοπους. Παλιότερα όμως, οι ανάγκες για μεγάλο δραστικό βεληνεκές ήταν πιο επιτακτικές απ’ ότι σήμερα. Πώς γινόταν αυτό αφού τα θηράματα ήταν περισσότερα; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Ο ρόλος της Αγγλικής ιστορίας
Η ίδια η ιστορία της Αγγλίας, είναι μια ιστορία διεκδικήσεων του δικαιώματος στο κυνήγι των ακτημόνων και γενικότερα των μη προνομιούχων. Ανασύρετε στη μνήμη σας τις ιστορίες του Ρομπέν των Δασών και θα καταλάβετε τι εννοώ. Τι άλλο ήταν ο Ρομπέν των Δασών αν όχι ένας λαθροθήρας, που με εξασφαλισμένη την ευρύτατη λαϊκή συναίνεση, διεκδικούσε έμπρακτα το δικαίωμα να κυνηγάει στα βασιλικά κτήματα;
Λίγο αργότερα το κυνήγι των υδροβίων (που ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε στην Αγγλία ως ευγενές κυνήγι), απέκτησε πολλούς θιασώτες. Οι άνθρωποι αυτοί, στους οποίους συγκαταλέγονταν και εύποροι πολίτες χωρίς τίτλους ευγενείας, διεκδικούσαν το δικαίωμα να κυνηγάνε, αλλά νόμιμα, χωρίς να κατέχουν γη ή να πληρώνουν ενοίκιο εξαγοράζοντας τα κυνηγετικά δικαιώματα μεγαλοκτηματιών. Στην Αγγλία οτιδήποτε δεν ήταν ιδιωτικό, θεωρείτο περιουσία του στέμματος. Δεν μπορούσαν λοιπόν να κυνηγήσουν παρά μόνο σε εκείνο το κομμάτι της παραλίας που αποκαλυπτόταν κατά την αμπώτιδα, για να ξανακαλυφθεί από θάλασσα στην επόμενη πλημμυρίδα του παλιρροιακού φαινομένου. Εκεί όμως οι δυνατότητες απόκρυψης από το θήραμα ήταν ελάχιστες και επομένως οι βολές έπρεπε να πραγματοποιούνται σε εξωφρενικές αποστάσεις.

Επιλογές και διαμετρήματα
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα χρόνια εκείνα η αγορά πρόσφερε πολύ περισσότερες δυνατότητες στον καταναλωτή-κυνηγό. Μπορούσε λοιπόν να καταφύγει σε λειόκαννα διαμετρήματος 10, 8 ή ακόμα και 4, αν και αυτά τα τελευταία, δεν προσφέρονταν για επωμιζόμενη χρήση όσο τα άλλα και τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο στο κυνήγι με βάρκα. Πολλά όπλα μάλιστα διαμετρήματος 4, διαθέτουν μία κοίλανση στο κάτω πρόσθιο τριτημόριο της πάπιας τους, για να «κουμπώνει» πάνω στην κουπαστή της βάρκας. Επιπλέον, τα όπλα διαμετρήματος 4 χρησιμοποιούνταν περισσότερο για βολές σε κοπάδια, ακριβώς όπως τα κυνηγετικά «κανονάκια» που έμειναν στην ιστορία με το όνομα «καναρντιέρες» ή «σπιγκάρντες» και στα οποία αναφέρθηκα σε παλαιότερο άρθρο.
Ας αφήσουμε όμως τα μεγάλα διαμετρήματα και ας δούμε τι γινόταν με τα παπιοντούφεκα διαμετρήματος 12. Οι Άγγλοι είναι εκείνοι που έθεσαν πολλές από τις αρχές που διέπουν μέχρι σήμερα τις βάσεις και τις αρχές κατασκευής των λειόκαννων. Μία τέτοια βασική αρχή, ήταν ότι το δίκαννο πρέπει να έχει 96 φορές μεγαλύτερο βάρος από το βάρος γόμωσης σε σκάγια που θα καλείτο να ρίξει. Αυτό βέβαια για το διαμέτρημα 12, γιατί στα άλλα διαμετρήματα (μικρότερα και μεγαλύτερα του 12), υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες προσδιορισμού του ιδανικού βάρους. Κατασκεύαζαν λοιπόν για τους «περιθωριακούς» λάτρεις του κυνηγίου των υδροβίων βαριά δίκαννα, που είχαν αρκετές ομοιότητες και λίγες διαφορές από τα πλαγιόκαννα που προοριζόντουσαν για την περιστεροβολία.

Ο «χρυσός» κανόνας
Φυσικά, όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτών των όπλων ήταν σύμφωνα με τις επιθυμίες του πελάτη. Γιατί βέβαια, την εποχή εκείνη, η συντριπτική πλειοψηφία των αγγλικών όπλων (με εξαίρεση τη B.S.A. και ελάχιστες μικρότερες εταιρίες), ήταν χειροποίητα.
Τα περισσότερα τέτοια όπλα λοιπόν που έχω δει, ήταν πλαγιόκαννα με μισές φωτιές, με κάννες μήκους 76, 81 και σπανιότατα 86 εκατοστών και με συσφίξεις συνήθως ίδιες και στις δύο κάννες, 7 ως 8 δέκατα του χιλιοστού, δηλαδή δύο άστρων.
Ανέφερα και στην αρχή το χρυσό κανόνα της σχέσης βάρους γόμωσης και βάρους όπλου, την αναλογία δηλαδή 1 προς 96. Οι περισσότερες γομώσεις που χρησιμοποιούνταν στο παπιοκυνήγι εκείνα τα χρόνια, ήταν 36 γραμμαρίων σε σκάγια. Πολλαπλασιάζοντας λοιπόν επί 96 εντοπίζουμε εύκολα το κατά τους Άγγλους ιδανικό βάρος παπιοντούφεκου, που κυμαίνεται γύρω από την «ιδανική τιμή» των 3.456 γραμμαρίων. Εντοπίσαμε λοιπόν ήδη την πρώτη βασική ιδιαιτερότητα αυτών των όπλων, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπολοίπων χειροποίητων πλαγιόκαννων της εποχής που ήταν ιδιαίτερα ελαφριά (με βάρος 2.700 ως 3.100 για το διαμέτρημα 12). Το μεγάλο μήκος των καννών των όπλων αυτών, δεν αποτελούσε ιδιαιτερότητα γιατί οι 30 ίντσες (76,2 εκατοστά) ήταν ο κανόνας σε όλες τις λειόκαννες οπλοκατασκευές. Τα όπλα με 28 ίντσες (71,1 εκατοστά), με 26 ίντσες (66 εκατοστά) και με κάννες τύπου Churchill (25 ίντσες ή 63,5 εκατοστά), ήταν η μειοψηφία.

Οι ιδιαιτερότητες της θαλάμης
Υπήρχε όμως άλλη μία ιδιαιτερότητα σ’ αυτά τα παπιοντούφεκα που αυξάνει στις μέρες μας σημαντικά τη χρηστικότητά τους και κατ’ επέκταση την αξία τους. Η ιδιαιτερότητα αυτή, αφορά στο μήκος της θαλάμης. Σε μία χώρα που μέχρι τη δεκαετία του ’80 ακόμα κατασκεύαζε όπλα με θαλάμες 65 χιλιοστών, τα όπλα αυτά διέθεταν από τη δεκαετία του ’20 ακόμα θαλάμες μήκους 70 χιλιοστών και σπανιότερα από τη δεκαετία του ’40 και μετά, θαλάμες magnum μήκους 76 χιλιοστών!
Αυτό, σε συνδυασμό με το θηριώδες πάχος τοιχώματος των καννών τους, τα κάνει ιδιαίτερα χρηστικά στις μέρες μας. Και αναφέρομαι σε «θηριώδες» πάχος καννών, κυρίως στις θαλάμες και λίγο μπροστά από αυτές, γιατί ο κανόνας του 1 προς 96, απαιτούσε μεγάλο βάρος στα παπιοντούφεκα, το σωστό ζύγισμα όμως, ήταν μία εμμονή των Άγγλων οπλοκατασκευαστών που ευτυχώς δεν εγκατέλειπαν ποτέ. Έπρεπε λοιπόν να συγκεντρώσουν όσο μεγαλύτερο μέρος του βάρους γινόταν ανάμεσα στα χέρια του κυνηγού. Έτσι πολλές φορές το τοίχωμα των καννών στις θαλάμες, έχω διαπιστώσει ότι είναι παχύτερο απ’ ότι απαιτείται για τις αναπτυσσόμενες πιέσεις των φυσιγγίων που έριχναν.

Η τεχνοτροπία των Βέλγων, των Γάλλων και των Αμερικάνων
Ας αφήσουμε όμως την Αγγλία και ας δούμε τι γινόταν στις υπόλοιπες χώρες. Είναι γεγονός ότι οι Άγγλοι κρατούσαν τα σκήπτρα στις οπλοκατασκευές. Όμως όπως πολλάκις έχω αναφέρει, κάθε λειόκαννο αντικατοπτρίζει την κουλτούρα, την ελευθερία σκέψης, την τεχνοτροπία και τις κυνηγετικές συνήθειες του λαού που το κατασκεύασε. Έτσι λοιπόν αν πάμε στο Βέλγιο ή στη Γαλλία, που από πολύ νωρίς καθιέρωσαν τις θαλάμες των 70 χιλιοστών στα λειόκαννά τους, θα διαπιστώσουμε ότι τα παπιοντούφεκά τους είναι σαφώς ελαφρύτερα των αγγλικών. Επιπλέον έχουν συνήθως μήκος καννών 75 εκατοστά στο Βέλγιο και 76 εκατοστά στη Γαλλία, ενώ τα γαλλικά διαθέτουν συχνά 1.300 ατμόσφαιρες δοκιμασία πιέσεων από τη δεκαετία του ’50!
Όσο για τις συσφίγξεις (τσοκαρίσματα), σπανιότατα συναντάμε ίδια σύσφιγξη και στις δύο κάννες, όπως συμβαίνει με πολλά αγγλικά παπιοντούφεκα. Ο συνηθέστερος συνδυασμός συσφίγξεων στις χώρες αυτές, είναι εκείνος του ενός και τριών άστρων, με δεύτερη επιλογή σε συχνότητα τους συνδυασμούς ενός και δύο άστρων ή δύο και τριών άστρων.
Στις Η.Π.Α., τα παπιοντούφεκα χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα αντιαισθητική, τεράστια πάπια τύπου beaver tail. Εδώ συναντάμε συχνότερα μονοσκάνδαλες εκδόσεις πλαγιόκαννων. Η κύρια όμως ιδιαιτερότητα των Αμερικάνων παπιοκυνηγών, είναι η προτίμησή τους στα ιαπωνικά λειόκαννα που ανταγωνίζονταν σε αριθμούς τα εγχώριας παραγωγής. Βέβαια, οι υπερατλαντικοί παπιοκυνηγοί πέρασαν πολύ νωρίτερα από τους Ευρωπαίους ομόλογούς τους στη χρήση αυτογεμών, που ούτως ή άλλως συνάδουν με την αισθητική και την κουλτούρα τους.

Του Χ. Χ.
 
Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top