Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Θηρεύοντας τη ζωή…

Του Στέφανου Κακαβούλη

 

Τόσο το έργο όσο και η ζωή του νομπελίστα συγγραφέα σφραγίζονται από μία σταθερή αξία, τη μόνη που δεν εγκατέλειψε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του: το κυνήγι. Η σχέση του Χέμινγουεϊ με το κυνήγι είναι πραγματικά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία του που αξίζει να προσεγγίσουμε.

Το όνομα του Χέμινγουεϊ είναι συνδεδεμένο με μερικά από τα σπουδαιότερα πεζογραφήματα που μας έχει κληροδοτήσει η αμερικανική γραμματεία. Θεωρείται ίσως ο πιο πολυδιαβασμένος αμερικανός συγγραφέας στον κόσμο. Η ιδιαίτερη ικανότητά του να μυεί τον αναγνώστη σε βαθιές και δύσκολες έννοιες με έναν φαινομενικά απλοϊκό τρόπο, αποτέλεσε επανάσταση στην ιστορία των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Οι περίοδοι που κυνηγάει είναι και οι πιο παραγωγικές για το έργο του. Εκεί έξω, στην άγρια φύση, παρέα μόνο με εκλεκτούς φίλους και την καραμπίνα στην αγκαλιά του, είναι που συγκεντρώνει υλικό για να γεννήσει καινούργιους ήρωες και ιστορίες. Μπορεί η έντονη πολιτική και κοινωνική του δραστηριότητα να μην του άφηνε περιθώρια για συχνές εξορμήσεις, όμως οι αναμνήσεις από τις αγωνίες που είχε βιώσει στην καταδίωξη κάποιου θηράματος ήταν πάντα παρούσες.

Η συγγραφή του βιβλίου “Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής” έρχεται να δικαιώσει τις αναμνήσεις αυτές. Πρόκειται για ένα έργο που έχει τη μορφή ημερολογίου και περιγράφει μία-μία τις μέρες ενός σαφάρι στις αφρικανικές πεδιάδες. Από τις πρώτες σελίδες του, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι ο Χέμινγουεϊ θα αφήσει το πάθος και την ηδονή για το κυνήγι να κατακλύσουν τη φαντασία του ώστε να απογυμνώσει με τις περιγραφές του κάθε αρχέγονο ένστικτο και ανάγκη τού ανθρώπου να υπακούσει τους πρωτόγονους και σκληρούς νόμους της φύσης. Η αναμέτρησή του μ’ αυτούς θα τον κάνει να επανεκτιμήσει το ίδιο το γεγονός της ζωής. “Παρακολουθούσα το ζώο, προσπαθώντας να ισορροπήσω τον εαυτό μου και να σταματήσω τη διέγερση, όπως όταν κλείνεις μια βαλβίδα, για να βρεθώ σ’ εκείνη την απρόσωπη κατάσταση που χρειάζεσαι για να πυροβολήσεις”.

Ο τρόπος να κυνηγάς πρέπει να κρατάει όσο ζεις σε αντιπαράθεση με τη διάρκεια ζωής του ενός ή του άλλου ζώου. Όπως ακριβώς ζωγραφίζεις όσο έχεις χρώματα στο μουσαμά και γράφεις όσο υπάρχει χαρτί και μολύβι και υπάρχει κάτι που σ’ ενδιαφέρει να το γράψεις. Θα νιώθεις πως είσαι ανόητος, και θα είσαι ανόητος, αν το κάνεις διαφορετικά”.

Μέσα στον ενθουσιασμό του για τη θήρευση ενός μεγάλου θηράματος δεν φοβάται να προκαλέσει με τη σκληρότητα των περιγραφών του, που σκοπό έχουν να μας κάνουν απόλυτους κοινωνούς των συναισθημάτων που τον διακατέχουν την ώρα εκείνη. “… Αλλά καθώς ζυγώσαμε εκεί που είχε πέσει πλαγιαστά (το ελάφι), η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αν και όλα έδειχναν πως είχε πεθάνει. Ο Ντρούπι δεν είχε μαχαίρι κι εγώ είχα μονάχα έναν σουγιά. Ψηλάφισα με τα δάχτυλά μου κάτω από την αρχή των μπροστινών ποδιών του για να βρω την καρδιά του και νιώθοντάς τη να χτυπάει κάτω από την προβιά, βύθισα το σουγιά, αλλά ήταν μικρός και την έσπρωξε πιο μέσα. Την αισθανόμουν κοντά στα δάχτυλά μου, θερμή και ελαστική κι ένιωθα το σουγιά να τη σπρώχνει ακόμα περισσότερο. Ψηλάφισα όμως γύρω και έκοψα τη μεγάλη αρτηρία και το αίμα ξεπήδησε καυτό στα δάχτυλά μου. Όταν σταμάτησε το αίμα, άρχισα να ανοίγω το ζώο… Έβγαλα μεθοδικά το συκώτι, έκοψα και πέταξα τη χολή και ακούμπησα τα νεφρά πλάι… Ο Ντρούπι με το σουγιά έκοψε μια βέργα από το δέντρο και έραψε με λυγαριά το στομάχι έτσι που να γίνει μια σακούλα για να μεταφέρει μέσα σε αυτή τους άλλους μεζέδες…”.

Ακόμα και ο τρόπος που ονόμασε τα κεφάλαια των διηγήσεών του δείχνει την πρόθεση να εξυμνηθεί κάθε στάδιο που μπορεί να περάσει ένας κυνηγός προκείμενου να διδαχθεί μέσα από αυτή την εσωτερική εμπειρία που λέγεται κυνήγι.

Μέρος πρώτο: Κυνήγι και Αναζήτηση. Μέρος δεύτερο: Κυνήγι και Αναπόληση. Μέρος τρίτο: Κυνήγι και Αποτυχία. Μέρος τέταρτο: Το κυνήγι ως ευτυχία.

 

Μικρή αναφορά στη ζωή και το έργο του

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όακ Παρκ του Ιλινόις. Η μητέρα του, η Γκρέις Χωλ, έκανε καριέρα στην όπερα πριν παντρευτεί τον Δρ Κλάρενς Έντμοντ Χέμινγουεϊ, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1929. Ο Έρνεστ πήγε σε δημόσιο σχολείο στο Όακ Παρκ και δημοσίευσε τα πρώιμα διηγήματα και ποιήματά του στη σχολική εφημερίδα του γυμνασίου. Μετά την αποφοίτησή του το 1917, δούλεψε έξι μήνες ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα του Κάνσας και συμμετείχε εθελοντικά στη μονάδα ασθενοφόρων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1918 τραυματίστηκε στο πόδι και παρασημοφορήθηκε δύο φορές από την ιταλική κυβέρνηση. Η σχέση του με μια αμερικανίδα νοσοκόμα του έδωσε την ιδέα για το έργο “Αποχαιρετισμός στα όπλα” που δημοσιεύθηκε το 1929 και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.

Μετά τον πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ εργάστηκε για μικρό διάστημα ως δημοσιογράφος στο Σικάγο. Μετακόμισε στο Παρίσι το 1921 όπου έδινε κείμενα σε μία τοπική εφημερίδα και γνωρίστηκε με μεγάλους συγγραφείς όπως η Γερτρούδη Στάιν και ο Σκοτ Φιτζέραλντ, που έγινε και ατζέντης του για κάποιο διάστημα. Λίγο αργότερα, ο Χέμινγουεϊ σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Φιτζέραλντ στο έργο του “Κινητή Γιορτή” (1964).

Το 1922 επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Τουρκία για να καταγράψει τον μεταξύ τους πόλεμο. Τα πρώτα του βιβλία “Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα” (1923) και “Στον καιρό μας” (1924) δημοσιεύθηκαν στο Παρίσι.

Το επόμενο έργο του, “Οι χείμαρροι της Άνοιξης”, έκανε την εμφάνισή του το 1926 μαζί με την πρώτη σοβαρή του νουβέλα, “Ανατέλλων ήλιος”. Μετά τη δημοσίευση του “Άνδρες χωρίς γυναίκες” το 1927, ο Χέμινγουεϊ επιστρέφει στην Αμερική. Τη δεκαετία του 1930 έγραψε μεγάλα έργα όπως “Θάνατος στο Απομεσήμερο” (1932), “Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής” (1935), “Να έχεις και Να μην έχεις” (1937). Ανάμεσα στις πιο γνωστές ιστορίες του είναι “Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” όπου ξεκινάει με έναν επιτάφιο λέγοντας ότι η δυτική κορυφή του βουνού ονομάζεται “Οίκος του Θεού” και κοντά σ’ αυτή βρέθηκε το κουφάρι μιας λεοπάρδαλης. Κάτω στην πλαγιά, ο αποτυχημένος συγγραφές Χάρυ πεθαίνει από γάγγραινα ενώ κυνηγούσε.

Το 1937 ο Χέμινγουεϊ παρακολούθησε από κοντά τον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939) και εναντιώθηκε σθεναρά στο επερχόμενο φασιστικό καθεστώς του Φράνκο.

Στο έργο “Για ποιον χτυπάει η καμπάνα” η ιστορία στρέφεται γύρω από τους ισπανούς επαναστάτες και έναν αμερικανό εθελοντή. Το 1941 επιστρέφει πάλι στην Κούβα. Όμως ήδη αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού από τότε που ήταν δημοσιογράφος. Το 1952 ανανέωσε πάλι τη φήμη του, δημοσιεύοντας το έργο “Ο γέρος και η θάλασσα” για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Έμεινε στην Κούβα μέχρι την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο τον οποίο και υποστήριξε. Όταν δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα όμως, αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αμερική.

Το 1954 γράφει το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο “Με το πρώτο αληθινό φως” και την ίδια χρονιά τού απονέμεται το βραβείο Νομπέλ. Όμως στην τελετή απονομής στη Στοκχόλμη δεν κατάφερε να παραβρεθεί λόγω σοβαρού τραυματισμού κατά τη διάρκεια κυνηγίου στην Ουγκάντα.

Στις 2 Ιουλίου του 1961 έδωσε τέλος στη ζωή του με την κυνηγετική καραμπίνα του…

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top